Στις 3 Νοεμβρίου 1966, ένας μεσήλικος ουρουγουανός επιχειρηματίας ονόματι Αντόλφο Μένα Γκονζάλες προσγειώθηκε στην πρωτεύουσα της Βολιβίας, Λα Παζ. Επιασε δωμάτιο σε ξενοδοχείο με θέα τις χιονισμένες βουνοκορφές του όρους Ιλιμάνι και τράβηξε μια φωτογραφία με το πούρο στο στόμα, μπροστά στον καθρέφτη. Στην πραγματικότητα ήταν ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ο αργεντινός επαναστάτης που συνέβαλε στην ανατροπή του δικτάτορα της Κούβας Φουλχένσιο Μπατίστα, έγραφε πραγματείες για τον μαρξισμό και τις τακτικές του αντάρτικου και ήθελε να εξαγάγει την επανάσταση σε όλο τον κόσμο.

Εντεκα μήνες αργότερα, μια άλλη εικόνα του Γκεβάρα έκανε τον γύρο του κόσμου, δείχνοντας το άψυχο κορμί του πάνω σε φορείο –τα πυκνά μαλλιά και το μούσι του ανακατεμένα, τα μάτια του ανοιχτά. Ο μύθος έδωσε τη θέση του στην πραγματικότητα και η Λατινική Αμερική απέκτησε έναν ακόμα ήρωα –ίσως και κάτι παραπάνω. «Ο κόσμος προσεύχεται ακόμα και σήμερα στον Αγιο Ερνέστο» λέει η 87χρονη Σουζάνα Οσινάγκα, νοσοκόμα που είχε φροντίσει τότε να καθαριστεί η σορός. «Λένε ότι κάνει θαύματα».

Πίσω από τον μύθο

Ηταν 9 Οκτωβρίου 1967 –σαν σήμερα πριν από ακριβώς 50 χρόνια. Ο θρυλικός αντάρτης της Κούβας, που ουσιαστικά εξορίστηκε από εκεί λίγα χρόνια μετά λόγω διαφωνιών του με τον Κάστρο και τους Σοβιετικούς, υπέστη βαριά ήττα στο πλευρό των αντιαμερικανών ανταρτών στο Κονγκό, πριν συναντήσει τον θάνατο σε ένα απομονωμένο φαράγγι της Βολιβίας, στο τέλος μιας δονκιχωτικής εκστρατείας που διήρκεσε 11 μήνες –ήθελε να πυροδοτήσει «πολλά Βιετνάμ».

Η Ελεν Γκαφ, συγγραφέας του βιβλίου «Τσε Γκεβάρα: Η οικονομία της επανάστασης», παρατηρεί: «Στα κείμενα που έγραφε ο Γκεβάρα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 φαίνεται η ολοένα και μεγαλύτερη κριτική που ασκούσε στη σοβιετική πολιτική οικονομία, καθώς πίστευε ότι οι Σοβιετικοί “είχαν ξεχάσει τον Μαρξ”. Αυτό οδήγησε τον Γκεβάρα να αποκηρύξει ένα σωρό σοβιετικές πρακτικές, μεταξύ των οποίων και την –επικίνδυνη, όπως θεωρούσε –συνύπαρξη με τις ΗΠΑ. Ο Γκεβάρα ήθελε την πλήρη κατάργηση των χρημάτων, των επιτοκίων, της οικονομίας της αγοράς και των εμπορικών σχέσεων. Επέκρινε το Σοβιετικό Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας, προβλέποντας –σωστά όπως αποδείχθηκε –ότι εάν η ΕΣΣΔ δεν καταργούσε τον νόμο της αξίας, θα επέστρεφε τελικά στον καπιταλισμό».

Για τους επικριτές του, ο Γκεβάρα ήταν ένας μεγαλομανής, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, η αντάρτικη πορεία του οποίου οδήγησε χιλιάδες σε μάταιες εξεγέρσεις, οι οποίες οδήγησαν σε ακόμα πιο σκληρή στρατιωτική καταπίεση από τη Γουατεμάλα έως τη Χιλή. Ομως για τους χιλιάδες των θαυμαστών του σε όλο τον κόσμο, ο Γκεβάρα είναι η απόλυτη φιγούρα του ιδεαλιστή που ξέρει ότι είναι καταδικασμένος, του «γκεριγέρο» που αγαπά την ποίηση και, σύμφωνα με τα λόγια του Ζαν Πολ Σαρτρ, «του πιο ολοκληρωμένου ανθρώπινου όντος της εποχής μας».

Ο φόβος της CIA

Ο Φίλιπ Αγκί, πράκτορας της CIA από το 1957 έως το 1968, έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Δεν υπήρχε άνθρωπος που να φοβάται η Εταιρεία (παρατσούκλι της CIA) περισσότερο από τον Τσε Γκεβάρα, επειδή είχε την ικανότητα και το απαραίτητο χάρισμα να κατευθύνει τον αγώνα εναντίον της πολιτικής καταπίεσης των παραδοσιακών ιεραρχιών μας». Ακριβώς γι’ αυτό, ενώ συνελήφθη στην περιοχή Νανσαϊουαζού μαζί με τους συντρόφους του και ενημερώθηκε ότι θα περάσει από στρατοδικείο, την επόμενη ημέρα έφθασαν οι εντολές για τη δολοφονία του. Ενας 27χρονος λοχίας, ο Μάριο Τεράν, ήταν αυτός που τον εκτέλεσε. Εκείνο που έχει απομείνει σήμερα από την κληρονομιά του Τσε Γκεβάρα «είναι ενός είδους ιδεαλιστική, ρομαντική αύρα» σημειώνει ο αργεντινός δημοσιογράφος Ζόρχε Λανάτα, που έχει γράψει εκτενώς για εκείνον. «Είναι περισσότερο πολιτιστική η επιρροή του παρά πολιτική». Ο Τζέι Κάντορ, συγγραφέας του βιβλίου «Ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα», χαρακτηρίζει ως «ειρωνική» την εμπορευματοποίηση της εικόνας του. «Υπάρχουν παντού τισέρτ, καπέλα, ακόμα και χαρτοπετσέτες με τη μορφή του. Η αποδυνάμωση κάθε μορφής εξέγερσης μέσω της εμπορευματοποίησης είναι εντυπωσιακή. Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί αυτό είναι να θυμόμαστε τους λόγους για τους οποίους πολεμούσε». Ο Κάντορ, που πέρασε 15 χρόνια μελετώντας τη ζωή του αργεντινού γιατρού, επιμένει στην περιπλοκότητα της ιστορικής του φυσιογνωμίας. Ηταν ικανός, λέει, για τη μεγαλύτερη συμπόνια και τη μεγαλύτερη σκληρότητα σχεδόν ταυτόχρονα. «Ηταν πολύπλοκος χαρακτήρας. Ελεγε ότι ο επαναστάτης πρέπει να εμφορείται από αισθήματα αγάπης, αλλά ταυτόχρονα δήλωνε ότι “πρέπει να γίνουμε σκληροί, επιλεκτικοί δολοφόνοι”. Ενα αμάλγαμα ανθρωπιάς και βίας».

Η μνήμη και η αθανασία

Σήμερα, χιλιάδες άτομα αναμένεται να συγκεντρωθούν στις περιοχές των Χιγκέρα και Βαλεγκράντε, όπου βρέθηκαν θαμμένα τα οστά του. Εχουν οργανωθεί εκδηλώσεις στη μνήμη του. Είναι μια δύσκολη εποχή για τους πολιτικούς του απογόνους –με τη «ροζ επανάσταση» στις χώρες της Λατινικής Αμερικής να βρίσκεται σε υποχώρηση. Ομως οι δείκτες της ανισότητας που αυξάνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη κάνουν πολλούς να αναζητούν έμπνευση σε εκείνον που αρνήθηκε να το βάλει κάτω. «Πάνω απ’ όλα», έγραφε από τη Βολιβία, σε μια επιστολή προς τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του, για να διαβαστεί μετά τον θάνατό του, «να είστε πάντα ικανοί να αισθάνεσθε βαθιά οποιαδήποτε αδικία γίνεται, οπουδήποτε στον κόσμο. Αυτή είναι η πιο ωραία ποιότητα ενός επαναστάτη».

Αν ζούσε σήμερα ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, θα ήταν 89 ετών. Είναι ο θάνατος που τον έκανε αθάνατο; Πολύ πιθανόν. Αλλα επαναστατικά σύμβολα της εποχής, όπως ο Φιντέλ Κάστρο, υποβλήθηκαν στη βάσανο του χρόνου και της δοκιμασίας της αντοχής στην πράξη των πεποιθήσεών τους. Η εικόνα του γοητευτικού άντρα με τα φλογερά μάτια συνεχίζει να τροφοδοτεί τη βαθιά επιθυμία για αλλαγή σε έναν κόσμο που δεν έχει γίνει ούτε πιο δίκαιος ούτε λιγότερο άνισος. Επαναστάτης ή αμετανόητος δογματικός, ποπ είδωλο ή εμπνευσμένος αγωνιστής, ο Τσε ανήκει στη χορεία των συμβόλων στα οποία ο καθένας μπορεί να κάνει την προσωπική του προβολή. Εδώ και μισό αιώνα. Και ίσως για πολλά χρόνια ακόμα.