Την απόσυρση του νόμου για τον φόρο διαμονής στα τουριστικά καταλύματα ζητά από την κυβέρνηση το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδας (ΞΕΕ), επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή του θα προκαλέσει απώλειες 6.174 θέσεων εργασίας και απομείωση των εσόδων του κράτους κατά 435 εκατ. ευρώ.

Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύει μελέτη της Grant Thornton που παρουσιάστηκε σήμερα από το Ξ.Ε.Ε. στην οποία αποτυπώνονται οι συνέπειες εφαρμογής του μέτρου για την επιβολή φόρου διαμονής, που εμπεριέχεται ήδη στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2018.

Η μελέτη με τίτλο : «Διερεύνηση των επιπτώσεων του φόρου διαμονής στον ξενοδοχειακό κλάδο στην Ελλάδα», αναφέρει ότι : «ο φόρος διαμονής δημιουργεί δημοσιονομικό όφελος που εκτιμάται ετησίως στα 84 εκατ. ευρώ, ενώ αν η αξιοποίηση του ποσού μεγιστοποιηθεί μέσω της διοχέτευσης σε δημόσιες επενδύσεις, τότε θα δημιουργήσει μια θετική συμβολή που ανέρχεται στα 94 εκατ».

Συγχρόνως όμως, η μελέτη καταδεικνύει ότι τελικώς η απώλειες στην οικονομία , από την εφαρμογή του νόμου για τον φόρο διαμονής, θα ανελθουν στα 340 εκατ. ευρώ, ποσό που ουσιαστικά εξαφανίζει τα όποια εισπρακτικά οφέλη.

Και αυτό, διότι η επιβολή του φόρου διαμονής εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε μια αύξηση της μέσης τιμής δωματίου κατά 1,9%, προκαλώντας ένα περιορισμό της ζήτησης που θα οδηγήσει στη μείωση της συνολικής αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,5%.

Σύμφωνα με τη μελέτη, αν η επιβολή ενός φόρου οδηγεί συνακόλουθα σε αύξηση της τιμής του εκάστοτε δωματίου, λόγω μετακύλισης της δαπάνης στους καταναλωτές, τότε δημιουργούνται στρεβλώσεις στην αγορά δεδομένου ότι το ξενοδοχειακό προϊόν γίνεται ακριβότερο και χάνει μέρος από την ανταγωνιστικότητα του.

Ταυτόχρονα, αν τα ξενοδοχεία δεν μετακυλήσουν την αύξηση του φόρου στους καταναλωτές, τότε θα υποστούν μείωση των αποτελεσμάτων τους ή θα υποχρεωθούν να μεταβάλουν την ποιότητα των υπηρεσιών με κίνδυνο την μείωση της ζήτησης των.

Η Grant Thornton υποστηρίζει ότι ως συνεπεια των παραπάνω, το τελικό αποτέλεσμα των ξενοδοχείων χειροτερεύει σε σημαντικό βαθμό, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα ταμειακής διαχείρισης των επενδυτικών και χρηματοδοτικών τους ροών.

Ειδικότερα, η μελέτη του Ξ.Ε.Ε. σημειώνει ότι η επιβολή του φόρου διαμονής θα μειώσει το σύνολο της αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,51% (435 εκατ. ευρώ), δηλαδή τα έσοδα από τα 17,36 δισ. θα μειωθόυν στα 16,93 δισ. ευρώ.

Μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της εφαρμογής του φόρου διαμονής στα ξενοδοχεία, και συνακόλουθα στην εθνική οικονομία και την απασχόληση, κατέγραψε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος κ. Γιώργος Τσακίρης αναφέροντας ότι : «Ο φόρος δημιουργεί μείωση της ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Είτε άμεσα, εάν μετακυληθεί που σημαίνει ότι αυξάνεται η τιμή του, είτε έμμεσα, εάν απορροφηθεί από τα ξενοδοχεία, που σημαίνει ότι αυτομάτως θα μειωθούν τα έσοδα και κατά συνέπεια τα οικονομικά αποτελέσματα τους, γεγονός που θα μειώσει τις επενδύσεις και θα επιφέρει υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών.

Γι’ αυτό και λέμε ότι το μέτρο εφαρμοζόμενο θα αποβεί καταστροφικό για την τουριστική ανταγωνιστικότητα μας».

Ως αποτέλεσμα της επιβολής του φόρου διαμονής, είτε τα ξενοδοχεία μετακυλήσουν τον φόρο στον καταναλωτή, είτε , παρά την δυσχερή θέση στην οποία ευρίσκονται και με εξαντλημένη, όπως έδειξε η προηγούμενη μελέτη μας, την φοροδοτική τους δυνατότητα, απορροφήσουν τελικώς τον φόρο, οι απώλειες για την ελληνική οικονομία θα ξεπεράσουν τα 340 εκατ. ευρώ, τόνισε ο κ. Τσακίρης

Σύμφωνα με το Ξ.Ε.Ε, πρόκειται για μέτρο εξαιρετικά υφεσιακό που πλήττει κυρίως τα μικρά ξενοδοχεία και αυτά των χαμηλότερων κατηγοριών που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών ξενοδοχείων.

«Στην κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται η χώρα μετά από 8 χρόνια κρίσης απαιτούνται ορθολογικές λύσεις.

Οι όποιες λύσεις, φόροι και μέτρα αποφασίζεται να θεσμοθετηθούν, επιβάλλεται να συνοδεύονται και από μελέτες των συνολικών επιπτώσεων τους στην οικονομία και την κοινωνία», τόνισε από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), κ. Γιάννης Ρέτσος.