Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Μισέλ Τεμέρ αποφάσισε να άρει το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα που είχε χορηγηθεί στον Μπατίστι, του οποίου τώρα η τύχη βρίσκεται στα χέρια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
H ιστορία του Τσέζαρε Μπατίστι είναι το απόλυτο σύμβολο των ανοικτών, ακόμα, πληγών από τα «μολυβένια χρόνια» της τρομοκρατίας στην Ιταλία.
Επισήμως, συνελήφθη για «διαφυγή συναλλάγματος» – φέρεται να είχε στην κατοχή του 5.000 δολάρια και 2.000 ευρώ. Και στη Βραζιλία είναι παράνομο να βγαίνει κανείς από τη χώρα μεταφέροντας χρηματικό ποσό άνω των 2.700 ευρώ αν δεν το έχει δηλώσει εκ των προτέρων. Η Ρώμη είχε ωστόσο υποβάλει πρόσφατα νέο αίτημα έκδοσης του 62χρονου Μπατίστι, που είχε καταδικαστεί ερήμην σε ισόβια από την ιταλική Δικαιοσύνη το 1993 για τη δολοφονία τεσσάρων ανθρώπων στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Και ο Μπατίστι δεν βρίσκεται πλέον στη Βραζιλία του Λούλα. Ούτε, φυσικά, στη Γαλλία του Μιτεράν.
«Αυτό που θέλω; Μια επανασυμφιλίωση με τον ιταλικό λαό. Χρειάζεται μια αμνηστία, άλλες χώρες το έχουν καταφέρει» δήλωνε τον Δεκέμβριο του 2011 σε συνέντευξή του στη «Le Monde». «Ο κύριος Μπατίστι πρέπει απλώς να παρουσιαστεί στη χώρα μας ώστε να εκτίσει, σύμφωνα με τους ιταλικούς σωφρονιστικούς κανόνες, τις ποινές στις οποίες καταδικάστηκε έπειτα από δίκες που διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου» είχε απαντήσει ξερά ο τότε πρόεδρος Τζόρτζιο Ναπολιτάνο λίγο καιρό αργότερα.
Γεννημένος στην Τσιστέρνα ντι Λατίνα το 1954, ο Τσέζαρε Μπατίστι συνελήφθη για πρώτη φορά το 1979 και το 1981 καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση για συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση. Αρχές Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς κατάφερε να δραπετεύσει, με τη βοήθεια μελών της PAC, από τις φυλακές του Φροσινόνε. Αρχικά βρήκε καταφύγιο στο Μεξικό κι έπειτα, αρχές της δεκαετίας του 1990, πήγε στο Παρίσι θεωρώντας εαυτόν προστατευμένο από το επονομαζόμενο «δόγμα Μιτεράν»: η Γαλλία είχε διαβεβαιώσει, το 1985, πως θα έπαυε να εκδίδει στην Ιταλία πρώην μέλη ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων που είχαν απαρνηθεί τη βία, αρκεί να μην είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα.
Εχοντας πλέον άδεια διαμονής στο Παρίσι και δουλειά ως θυρωρός, ο Μπατίστι επιδόθηκε παράλληλα στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Δεν έπαψε να διακηρύττει την αθωότητά του, αρνήθηκε ωστόσο να παρουσιαστεί ενώπιον της ιταλικής Δικαιοσύνης που τον καταδίκασε τελεσίδικα το 1993. Και με τα χρόνια, η ασπίδα της Γαλλίας ράγισε. Αρχές του 2004, έπειτα από ένα νέο ιταλικό αίτημα έκδοσης, ο Μπατίστι συλλαμβάνεται από την Αντιτρομοκρατική. Σύντομα αφήνεται ελεύθερος, αλλά η απειλή παραμένει. Από τον Φρανσουά Ολάντ και τον Μπερτράν Ντελανοέ μέχρι τη Φρεντ Βαργκάς και τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, πολλές προσωπικότητες της Αριστεράς και των γραμμάτων σπεύδουν να τον υπερασπιστούν, αλλά ο κλοιός σφίγγει και ο Μπατίστι διαφεύγει στη Βραζιλία – με τη Ρώμη να κατηγορεί τη γαλλική κυβέρνηση ότι τον άφησε να φύγει.
Οι Ιταλοί εξακολουθούν να πιέζουν και ο Μπατίστι συλλαμβάνεται και πάλι, από τις Αρχές της Βραζιλίας αυτή τη φορά, τον Μάρτιο του 2007, αφήνεται όμως ελεύθερος τέσσερις μήνες αργότερα με παρέμβαση του τότε προέδρου Λούις Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Την τελευταία ημέρα της θητείας του, στις 31 Δεκεμβρίου του 2010, ο Λούλα απορρίπτει το αίτημα έκδοσης που είχε υποβάλει έναν χρόνο νωρίτερα η Ρώμη. Τον Ιούνιο του 2011 οι βραζιλιάνοι δικαστές αποφαίνονται πως η Ιταλία δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την «κυρίαρχη» απόφαση του αρχηγού του κράτους. Ο Μπατίστι αποκτά βίζα μόνιμου κατοίκου.
Ο Λούλα είναι όμως πλέον παρελθόν, το ίδιο και η πολιτική του διάδοχος, η Ντίλμα Ρουσέφ, η οποία αποπέμφθηκε πέρυσι. Στην εξουσία βρίσκεται ο δεξιός Μισέλ Τεμέρ.
Θα σταθεί κι αυτή τη φορά η Ιστορία στο πλευρό του Τσέζαρε Μπατίστι;