Οπως κι αν χαρακτηρίσει κανείς τη Μαρία Καραβία, ως δημοσιογράφο, συγγραφέα ταξιδιωτικών βιβλίων Ή μονογραφιών για σημαντικούς εικαστικούς, παραμένει μια δεινή αφηγήτρια. Ενας ακαταπόνητος γραφιάς με ωραία ελληνικά, εξακριβωμένες πληροφορίες και με μια προσωπική εμπειρία που όσο κι αν έχει αποκτηθεί χάρη σε δυσχερείς συνθήκες, δεν παύουν τα κείμενά του ν’ αποπνέουν μια ευγένεια και έναν πολιτισμό ισοδύναμο μιας υψηλής ποίησης. Μια επιπλέον απόδειξη το σημερινό κείμενό της που ανασταίνει το αρχαιολογικό παρελθόν μιας περιοχής με όση φρεσκάδα αποτυπώνει τις σημερινές της εικόνες.

Πρόσφερε λόζα, κοπανιστή και κρύο νερό, πολύτιμο μες στο λιοπύρι, ο Δήμος της Κέας –καλωσόρισμα σε όσους έφταναν στο μεγάλο πανηγύρι «Μια γιορτή για την Καρθαία». Αφορμή, η πρόσφατη βράβευση από τη Europanostra των έργων αναστήλωσης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, ύστερα από πρόταση της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

Βρίσκεται κρυμμένη σε βραχώδη ακτή στα νότια του νησιού η αρχαία Καρθαία. Αλλά έχει τους φανατικούς της. Πεζοί από το βουνό, από πανάρχαια μονοπάτια, με γαϊδουράκια και μουλάρια, παραδοσιακό μέσο πρόσβασης από τους γύρω οικισμούς, με καΐκια και ταχύπλοα από τη θάλασσα, συνέρρευσαν συντροφιές κάθε ηλικίας, λάτρεις της ονειρικής ερημούπολης, γνώστες της ιστορίας και της αρχαιολογικής σημασίας της ή γοητευμένοι απλώς από το μυστήριο και την άγρια ομορφιά της.
Ημουν κι εγώ εκεί. Παλαιότερα, το 1987, είχα την τύχη να περπατήσω στους ναούς και τα ερείπια της Καρθαίας δίπλα σε ονομαστούς αρχαιολόγους: Ντίνος Τσάκος, Μύριαμ Κάσκυ, Εύη Τουλούπα, Λίνα Μενδώνη… Ηταν η ηρωική εποχή των ανασκαφών. Αν και κάθε ανασκαφικό έργο είναι «ηρωικό» στον τόπο μας. Γι’ αυτό και δεν είναι αρκετά τα ΕΣΠΑ. Χρειάζεται πάθος για να ολοκληρωθεί.
Οι αρχαιολόγοι έμεναν τότε σε μικρές σκηνές στην παραλία και είχαν το «στρατηγείο» τους στο εκκλησάκι, κοντά στη θάλασσα, που διαθέτει σκεπασμένο περίβολο και χώρο διαμονής για τους προσκυνητές. Μέσα στα βράχια, μοιάζει αντίστιξη στο άλλο κάτασπρο ξωκκλήσι που βρίσκεται ψηλά, στο βουνό, την Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα. Δούλευαν κάθε καλοκαίρι εκεί σαράντα μέρες, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο. Οι εργάτες πήγαιναν κάπου κάπου στα σπίτια τους κι έρχονταν πίσω στην ανασκαφή, φέρνοντας φρέσκο ψωμί, ντομάτες και σταφύλια. Ομως το έργο το έκανε δύσκολο ως αδύνατο η έλλειψη δρόμου. Η αδυναμία να φτάσουν κάτω τα απαραίτητα τεχνικά εφόδια. Τα υλικά, στην καλύτερη περίπτωση, έρχονταν με φορτηγά ώς τον Ατζερίτη και κατέβαιναν με ζώα έπειτα δίπλα στους ναούς. Του Πυθίου Απόλλωνα μπροστά στη θάλασσα και της Αθηνάς λίγο πιο πάνω, με το φίδι κρυμμένο ακόμα στις ζεστές πέτρες και χαραγμένες φράσεις – ραβασάκια ερωτικά στα σκαλοπάτια του, απευθυνόμενα από άντρα σε άντρα μάλιστα: «Νικήτωρ καλός!» («Κούκλος ο Νικήτωρ!»).
Χρειάστηκε όμως να έρθουν κάποτε τα υλικά και με μεγάλο πλοίο φορτηγό και να βγουν στην ακτή με βάρκες. Ενώ κάποτε άλλοτε επιστρατεύτηκε ελικόπτερο!..
Οι ξωτάρηδες με τον μικρό κλήρο κατέβαιναν από το βουνό και προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τη γη που σκεπάζει το παρελθόν. Ισως γι’ αυτό ειρωνεύονταν τους επιστήμονες που δούλευαν όλη μέρα μέσα στον ήλιο: «Κάθε χρόνο τα κάνετε χειρότερα!..». Αυτοί όμως δεν το ‘βαζαν κάτω. Εστηναν τις σκηνές τους εκεί κάθε καλοκαίρι κι έκαναν δοκιμαστικές ανασκαφές σε σημεία που νόμιζαν ότι κρύβουν κάτι. Το κέφι τους είχε εκμηδενίσει τις δυσκολίες και την έλλειψη οικονομικών μέσων, που συνήθως παραδίδει τους αρχαιολογικούς χώρους στην εγκατάλειψη και μαραίνει τον ενθουσιασμό των ερευνητών. Μετρώντας, σχεδιάζοντας, σκάβοντας με τα χέρια τους, προσπαθούσαν ν’ ανακαλύψουν στοιχεία από την αρχαία ζωή της Καρθαίας. Ενός ανθηρού κυκλαδίτικου λιμανιού που εκτεινόταν σε δύο λόφους, τις Πόλες, όπως τις λέει ο λαός, που νόμιζε ότι πρόκειται για δύο πόλεις ξεχωριστές, κι εγκαταλείφθηκε χωρίς κανένας να γνωρίζει με βεβαιότητα το γιατί και το πότε.
Εμεινε παραδομένο αιώνες στους καιρούς το αρχαίο και, όπως φαίνεται, πλούσιο λιμάνι. Οι νεροποντές κάθε χειμώνα φούσκωναν το γειτονικό ρέμα, τον Βαθυπόταμο, κι έθαβαν σιγά σιγά μέσα στη λάσπη τα σημάδια της ζωής.
Τις ζεστές μεγάλες μέρες του καλοκαιριού οι επιστημονικές ομάδες δεν ήθελαν κόσμο μες στα πόδια τους κι επισκέπτες να τους αποσπούν απ’ τη δουλειά τους. Μόλις σκοτείνιαζε, έπεφταν κατάκοποι να κοιμηθούν νανουρισμένοι από τη θάλασσα, για να πιάσουν πάλι δουλειά την επομένη, με το ξημέρωμα. Η τελευταία μέρα όμως, όταν ήταν έτοιμοι για αναχώρηση πια, ήταν αφιερωμένη στους φίλους.
Οι γείτονες βοσκοί έσφαζαν το αρνί και το ετοίμαζαν για τη σούβλα. Οι επισκέπτες έφερναν κι αυτοί το κατιτί τους και στηνόταν το γλέντι. Ενας πλανόδιος μουσικός με το μπουζούκι του είχε ξεπέσει κάποτε στην Κέα, που δεν ήταν ακόμα τότε η σημερινή κοσμική Τζια με τις βίλες και τα κότερα. Τον πήραμε μαζί μας στην Καρθαία, με το μουλάρι μάλιστα γιατί ήταν αμάθητος στην πεζοπορία, να παίξει για τους ερημίτες της ανασκαφής…
Θυμάμαι ότι είχε παίξει διάφορα παλιά ρεμπέτικα, «αφιερωμένα εξαιρετικά», για την Εύη Τουλούπα, οικοδέσποινα με στυλ ακόμα και σε συνθήκες εκστρατείας. Ακούστηκε και πρόσφατα μουσική, άλλου επιπέδου βέβαια, βιολί, βιολοντσέλο, τσαμπούνα και ντουμπί (άσκαυλος και μικρό τύμπανο από κατσικίσιο δέρμα), υποβλητική υπόκρουση για την τελευταία ραψωδία της «Ιλιάδας»!
Το θέατρο αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Είναι ένα ωραίο αστικό θέατρο του 4ου αιώνα π.Χ., από τα λίγα αρχαία θέατρα που έχουν φόντο τη θάλασσα, χωρητικότητας 900 θέσεων. Οι αρχαιολόγοι λένε ότι αναγκάστηκαν «με πόνο ψυχής» να αφαιρέσουν από την ορχήστρα του δύο μεγάλες συκιές που τους προμήθευαν τα καλοκαίρια γλυκά και ζουμερά βασιλικά σύκα. Πιστεύουν ότι έπιασαν όμως εκεί που τις μεταφύτευσαν. Για του χρόνου έχει, λοιπόν, ο Θεός… Αξιζε εξάλλου να καθαριστεί η ορχήστρα. Η μουσική έφτασε ευεργετική ώς τους αρχαίους ναούς την ώρα που χαμήλωνε ο ανελέητος ήλιος. Μόλις πέσει για τα καλά το σκοτάδι, τα νυχτοπούλια θ’ αρχίσουν πάλι να στέλνουν το ένα στο άλλο το δικό τους, συνθηματικό τραγούδι. Κουκουβάγιες, γκιόνηδες, κούκοι φωλιάζουν εν αφθονία στα βράχια και στα δέντρα της περιοχής.