Την ώρα που στην Ελλάδα 2.000 άτομα την ημέρα κάνουν προκράτηση για ένα εισιτήριο στην πολυδιαφημισμένη έκθεση «Van Gogh Alive!», όπου θα παρουσιαστούν σε ψηφιακή μορφή τα έργα του ολλανδού ζωγράφου, στην Ιταλία οι προκρατήσεις για τη μεγαλύτερη έκθεση της τελευταίας 30ετίας, που ξεκίνησε πριν από λίγες μέρες στη Βιτσέντζα με 124 αυθεντικά έργα του, φτάνουν τις 2.500 ημερησίως. Στο μεταξύ, πριν ακόμη βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «Loving Vincent», η πρώτη ζωγραφισμένη ταινία που κυκλοφορεί παγκοσμίως, την οποία σκηνοθέτησαν οι Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν, είχε καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον των φίλων της τέχνης (η εισπρακτική της επιτυχία δεν έχει διαφανεί ακόμη καθώς η προβολή της είχε προγραμματιστεί για την περασμένη Πέμπτη). Την ίδια ώρα το όνομα του αυτόχειρα καλλιτέχνη, που έκοψε τον λοβό του αφτιού του, δόθηκε προ μηνών σε σύστημα τεχνητής νοημοσύνης το οποίο μετατρέπει ένα απλό σχέδιο σε έργο τέχνης που μοιάζει να έχει βγει από τον χρωστήρα του.
Κι όλα αυτά χωρίς να υπάρχει κάποια επέτειος που να δικαιολογεί την «έκρηξη» ενδιαφέροντος αυτή την εποχή. Στο παρελθόν δε, το όνομα του εκκεντρικού Ολλανδού που έτρωγε τα χρώματα από τα σωληνάρια όταν δεν είχε χρήματα, έχουν πάρει μουσικά συγκροτήματα. Εχει εμπνεύσει θεατρικά έργα και έχει γίνει ήρωας κινηματογραφικών παραγωγών. Ακόμη και συμπρωταγωνιστής του θρυλικού «Δόκτορος Who» στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας. Τι συμβαίνει λοιπόν με τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ; Για ποιον λόγο είναι τόσο δημοφιλής και γιατί και μόνο το άκουσμα του ονόματός του είναι αρκετό για να δημιουργηθούν ουρές στα ταμεία;
Ενα σύμβολο, ένας θρύλος
«Σίγουρα θα με αναγνωρίσουν και θα γράφουν για μένα όταν θα έχω πεθάνει» είχε γράψει κάποτε σε μια επιστολή του. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η ζωή του μπορεί και να ήταν καλύτερη από τη ζωγραφική του. Συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με αυτή τη θέση, δεν μπορεί όμως να αμφισβητήσει το ενδιαφέρον που έχει ο Βαν Γκογκ για τον κόσμο του μάρκετινγκ. Ενας άνθρωπος ψυχικά διαταραγμένος που εργάζεται σε γκαλερί, αλλά αντί να προωθεί τα έργα προωθεί τον λόγο του Θεού και επιχειρεί να βάλει στον σωστό δρόμο τους πελάτες. Ενας ιδιότυπος ιεραπόστολος που ζει σε κάποια στιγμή της ζωής του φορώντας κουρέλια και επιδιώκει να βοηθήσει τους φτωχούς. Ενας καλλιτέχνης που ανακαλύπτει τη ζωγραφική σε ηλικία 27 ετών και έκτοτε αποκτά μαζί της εμμονή, με αποτέλεσμα να ζωγραφίζει κάθε στιγμή, όπου κι να βρίσκεται. Και μπορεί να πούλησε μόλις ένα έργο τέχνης όσο ζούσε, κι αυτό να μην πρόλαβε καν να το πληροφορηθεί, όμως μετά τον θάνατό του δεν αναγνωρίστηκε απλώς, τα έργα του βρίσκονται πολύ ψηλά, στην 14η θέση, των πιο ακριβοπληρωμένων στον πλανήτη. «Ο,τι είναι συνολικά για την ιστορία της τέχνης η «Τζοκόντα», είναι ο Βαν Γκογκ για την Ιστορία της Τέχνης του 20ού αιώνα» λέει στα «Πρόσωπα» ο ιστορικός τέχνης και σημειολόγος Χάρης Καμπουρίδης, επιχειρώντας να ερμηνεύσει την έκρηξη ενδιαφέροντος γύρω από τον ολλανδό ζωγράφο του 19ου αι. «Είναι σύμβολο, ένας θρύλος τόσο για όσους ασχολούνται με την τέχνη όσο και για όσους την παρακολουθούν. Η δραματική, σχεδόν τραγική ζωή του πουλάει. Κι είναι από τις λιγοστές περιπτώσεις και σαφώς η κορυφαία που η ζωή και η τέχνη ενός καλλιτέχνη ταυτίζονται τόσο πολύ. Ο Πικάσο, το απόλυτο αστέρι από άποψη δημοτικότητας στον 20ό αιώνα δεν πουλά στον ίδιο βαθμό με τον Βαν Γκογκ. Λίγες παραξενιές του μόνο πέρασαν στο ευρύ κοινό. Ξεχάστηκε ως προσωπικότητα, ως δημόσιο σύμβολο της τέχνης. Αντιθέτως ό,τι νέο συμβαίνει επιδιώκει να συνδεθεί με τον Βαν Γκογκ. Θυμάμαι ακόμη τη δεκαετία του 1990 που κυκλοφορούσαν δειλά τα πρώτα CD-ROM, οι δημιουργίες του ήταν από τις πρώτες που μεταγράφηκαν σε ψηφιακούς δίσκους».
Ο μύθος του «καταραμένου καλλιτέχνη» είναι γεγονός ότι έχει αντίκτυπο στην αγορά. Και η αγορά εν συνεχεία προσπαθεί με τη σειρά της να κρατά στον αφρό τις περιπτώσεις αυτές ώστε να μη χάνουν την αξία τους, καθώς τις περισσότερες φορές έχουν γίνει και ανάλογες επενδύσεις που πρέπει να επιστρέψουν στους επιχειρηματίες τα κεφάλαιά τους και να τους αφήσουν κέρδη. Αναπαραγωγές έργων, έσοδα από τα δικαιώματα χρήσης του ονόματος ή των πινάκων για εμπορικούς σκοπούς, μουσεία και περιοχές ολόκληρες που μπορεί να ζουν ώς ένα βαθμό από τον απόηχο της φήμης ενός καλλιτέχνη. Και η τέχνη; Μόνο η παράξενη ζωή ενός καλλιτέχνη είναι αρκετή για να προκαλέσει κοσμοσυρροή; Και βέβαια όχι. «Η δραματική ένταση των έργων του είναι αναγνωρίσιμη και φιλική στον θεατή, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται τρέλα για την τρέλα, αλλά ότι ο καλλιτέχνης μεταβιβάζει στη δουλειά του την κατάσταση ψυχολογικού θρίλερ, την οποία βιώνει» εξηγεί ο Χάρης Καμπουρίδης.
«Θεματικά πάρκα της Ντίσνεϊ»;
Είναι όμως τελικά για όλα μέτρο η αγορά και οι νόμοι της; Μήπως ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος πίσω από όλη αυτή την υπερβολική προβολή, η οποία έχει ως συνέπεια και την κοσμοσυρροή; Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο κριτικός τέχνης της βρετανικής εφημερίδας «Γκάρντιαν» Τζόναθαν Τζόουνς με αφορμή και μόνο την ταινία, χωρίς να κάνει λόγο για την έκθεση στη Βιτσέντζα με τα 124 έργα, η ασφάλιση των οποίων κόστισε 1,1 δισ. ευρώ (η μεγαλύτερη που έχει γίνει μετά το 1990 στη Βόρεια Ιταλία, οπότε και εορτάστηκαν τα 100 χρόνια από τον θάνατο του ζωγράφου). Ούτε για την προσμονή του ελληνικού κοινού (οι προκρατήσεις αφορούν κυρίως σχολεία και ομαδικές επισκέψεις, σύμφωνα με την εταιρεία παραγωγής) για την πολλά υποσχόμενη ψηφιακή έκθεση που θα φιλοξενηθεί στο Μέγαρο Μουσικής από τις 7/11, την οποία έχουν ήδη επισκεφθεί 10 εκατ. θεατές στις 35 πόλεις ανά τον πλανήτη, καθώς τους επιτρέπει να «μπουν» μέσα στα 3.000 έργα (πίνακες, σκίτσα και κινούμενες εικόνες) τα οποία προβάλλονται σε όλες τις επιφάνειες του εκθεσιακού χώρου. «Στην εποχή των απλοποιήσεων δεν αποτελεί έκπληξη ότι διάσημοι καλλιτέχνες αντιμετωπίζονται ως θεματικά πάρκα της Ντίσνεϊ» γράφει. Κι ενώ εξηγεί ότι τέτοιες προσπάθειες σαν την κινηματογραφική –της οποίας τα 65.000 καρέ έχουν ζωγραφιστεί από 125 ζωγράφους –με τη δικαιολογία ότι φέρνουν το έργο του καλλιτέχνη πιο κοντά στο ευρύ κοινό δημιουργούν χονδροειδείς καρικατούρες, επισημαίνει ότι «ο Βαν Γκογκ δεν χρειάζεται να γίνει πιο προσιτός ή πιο δημοφιλής απ’ ό,τι είναι. Οι ουρές έξω από το μουσείο του στο Αμστερνταμ δεν χρειάζεται να επιμηκυνθούν περαιτέρω. Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν έχουν τη φήμη που θα τους άξιζε και θα υποδεχόμουν θετικά οτιδήποτε θα επέτρεπε στο έργο τους να προβληθεί και στο να γίνει το όνομά τους γνωστό. Ο Βαν Γκογκ όμως έχει αφομοιωθεί τόσο πολύ από τον σύγχρονο πολιτισμό, που χρειάζεται να γίνει λιγότερο κι όχι περισσότερο δημοφιλής. Χρειαζόμαστε να δούμε τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο και κυρίως να δούμε τους πραγματικούς του πίνακες σε βάθος» προσθέτει καταλήγοντας ότι μια ακόμη «απλουστευμένη, παραπλανητική και λαϊκίστικη απόδοση της ζωής του» δεν μπορεί παρά να επιτείνει τη σύγχυση και την αδιαφάνεια στην έτσι κι αλλιώς φανταστική εικόνα που έχουμε για τον καλλιτέχνη.
H έκθεση «Van Gogh Alive – the experience» από τις 7 Νοεμβρίου έως τις 5 Μαρτίου 20018 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η ταινία «Loving Vincent» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη