Είναι πραγματικά στενάχωρο κείμενα που όταν τα διάβαζες μεμονωμένα και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους αισθανόσουν πραγματική απόλαυση, τώρα συγκεντρωμένα να αποκαλύπτουν αδυναμίες που θα ήταν αδύνατον άλλοτε να τις υποψιαστείς. Ιδιαίτερα στενάχωρο μάλιστα όταν πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό πεζογράφο, όπως ο Χριστόφορος Μηλιώνης και το βιβλίο του «Απο-θέματα» που δημοσιεύτηκε λίγο καιρό μετά τον θάνατό του (ο Μηλιώνης πέθανε τον περασμένο Ιανουάριο και το βιβλίο εκδόθηκε τρεις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο). Αν λάβουμε υπόψη μας ότι κείμενα πολύ σπουδαίων δημιουργών, όπως για παράδειγμα –αναφέρουμε μόνο πεθαμένους –του πεζογράφου Αγγελου Τερζάκη και του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, που είχαν δημοσιευτεί αρχικά σε περιοδικά και εφημερίδες, όταν συγκροτήθηκαν σε τόμους δεν μειώθηκε στο ελάχιστο η σημασία τους, αντίθετα πολύ μεγαλύτερο θα έλεγε κανείς ότι είναι το ενδιαφέρον που προκαλούν σήμερα, μένεις κατάπληκτος με τον ευκαιριακό χαρακτήρα των «Απο-θεμάτων».
Τέσσερα στιγμιότυπα
Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να μας γίνεται γνωστός με το βιβλίο του Μηλιώνη ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, με τέσσερα στιγμιότυπα που μας τον παρουσιάζουν ως ένα ιδιαίτερα γραφικό, sui generis άτομο –όπως άλλωστε και ήταν -, χωρίς να γίνεται η παραμικρή μνεία του έργου του, παρά μόνο μια ονομαστική αναφορά του ποιήματός του «Αντισταθείτε». Ή ακόμη σ’ ένα εκτενέστερο κείμενο για τον Δημήτρη Χατζή το δεσπόζον σημείο του (όσο κι αν τα σχετικά κείμενα στα περιεχόμενα του βιβλίου δεν σημειώνονται ως «μελετήματα» αλλά με την ένδειξη «μαρτυρίες») να είναι η «σύμπτωση» δύο πρόσωπα, όπως ο καπετάν Λευτέρης και ο μπαρμπα-Λάμπρος ο Κουφός, που διαδραματίζουν χαρακτηριστικό ρόλο στο βιβλίο του δημιουργού των «Ανυπεράσπιστων» που έχει τον τίτλο «Θητεία», να τα συναντούμε και στο βιβλίο του Χριστόφορου Μηλιώνη «Ακροκεραύνια». Κι αν για τον Μιχάλη Κατσαρό ή τον Δημήτρη Χατζή θα μπορούσε να υπάρξει μια εξήγηση για το λιποβαρές των κειμένων του Μηλιώνη, σχεδόν ακατανόητη φαίνεται η μεταχείρισή του όσον αφορά τον Αλέξανδρο Κοτζιά, έναν συγγραφέα άλλωστε που εκτιμά και θαυμάζει όσο ελάχιστους, η σχεδόν αποκλειστική αναφορά για τον δημιουργό της «Αντιποίησης αρχής» να έχει σχέση με την επισταμένη έρευνα των χώρων που πραγματοποιούσε ο τελευταίος προκειμένου να είναι όσο γίνεται πληρέστερη η μυθιστορηματική αναπαράστασή τους. Αναπόφευκτα να σκεφτεί κανείς πως αν ο Μηλιώνης δεν ήταν παρών σε ορισμένες από τις εδαφικές αυτοψίες του Κοτζιά, το κείμενό του δεν θα είχε τελικά γραφεί.
«Η δουλίτσα μας, ε;»
Γεγονός που δεν ισχύει για άλλα, εξίσου βιωμένα με τις αυτοψίες του Κοτζιά περιστατικά, όπως είναι ένα ταξίδι με τον σπουδαίο μεταφραστή και πεζογράφο Μήτσο Αλεξανδρόπουλο στην Ηπειρο, στην περιοχή της Μουργκάνας, γενέτειρα του Μηλιώνη, ή το πρωινό της 21ης Απριλίου του 1967 που τον βρίσκει καθηγητή στο Γυμνάσιο του Περισσού. Χωρίς να μπορείς να χαρακτηρίσεις τα ίδια τα περιστατικά ή μάλλον όσα συνδέονται μαζί τους ως συγκλονιστικά, είναι η ίδια η γραφή τους που τα απογειώνει ώστε θα γινόταν να τα λογαριάσεις και ως αποσπάσματα μιας ευρύτερης αφηγηματικής σύνθεσης. Ετσι όπως υπάρχει και στα δύο η «ασήμαντη» λεπτομέρεια που σώζει, στη «Μουργκάνα» για παράδειγμα «το λίγο ψωμί, τα τέσσερα βραστά αυγά και τα σκορδάκια του κήπου», με τα οποία οι θείοι του Μηλιώνη εφοδιάζουν τον ίδιο και τον Αλεξανδρόπουλο πριν φύγουν για την Καστάνιανη, ή στο κείμενο το γραμμένο για την 21η Απριλίου του 1967, με τον τίτλο «Γεγονός που έγινε», η ενσωμάτωση στην εξέλιξή του ενός περίεργου τύπου, «λες κι είχε ξεκολλήσει από γελοιογραφία του Ντωμιέ» που στεκόταν στον σταθμό του ηλεκτρικού Πευκάκια κι έλεγε με νόημα στους υποψηφίους να επιβιβαστούν στο τρένο: «Φοβούμαστε, ε; Η δουλίτσα μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε; Αλλά ο Χριστός δεν εφοβήθηκε…».
Φαμαγκούστα
Πόση συνείδηση έχει αυτού του είδους της λεπτομέρειας ο Μηλιώνης που, αν και πραγματική, κάνει ένα κείμενο –όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει σε σχέση με το πότε συνετελέσθη –να διαβάζεται ως κομμάτι μιας συναρπαστικής μυθιστορίας, επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά με το κείμενό του «Αμμόχωστος» (με τον υπότιτλο «Ενας προσωπικός επαναπατρισμός») που αναφέρεται στα τέσσερα –«ευτυχισμένα» τα χαρακτηρίζει –χρόνια της καθηγητικής του διδασκαλίας, από τον Οκτώβριο του 1960 ώς τον Ιούνιο του 1964, στην υπό κατοχήν ώς σήμερα πόλη της Κύπρου, τη γνωστή και ως Φαμαγκούστα. Θα πρέπει να ήταν στα 1961, όταν ο υποδιευθυντής του Γυμνασίου Αρρένων Παναγιώτης Σέργης, σε μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, της «Μήδειας», που δινόταν μπροστά στα νεοκλασικά Προπύλαια του Γυμνασίου, προσκάλεσε να παρακολουθήσει τις πρόβες ο σοβιετικός σκηνοθέτης Κομισαρζόφσκι, μαθητής του Στανισλάφσκι, που έτυχε να βρίσκεται στην Κύπρο κι είχε ήδη γυρίσει την ταινία του «Οθέλλος» με τον Μπονταρτσούκ. Ο Κομισαρζόφσκι λοιπόν έδωσε ένα πολύ ωραίο μάθημα θεατρικής αφηγηματικής τεχνικής στον μαθητή τότε Δημήτρη Ποταμίτη (τον αργότερα πολύ γνωστό ηθοποιό, σκηνοθέτη και δημιουργό του Θεάτρου Ερευνας) που έπαιζε τον Αγγελο στην παράσταση της «Μήδειας».

Κάθετη ματιά

Οι παθογένειες της ελληνικής πνευματικής ζωής

Τα δύο εκτενέστερα κείμενα του βιβλίου «Απο-θέματα» που συγκροτούν την τέταρτη ενότητά του με τον τίτλο «Χρονικά» και τεκμηριώνουν και τα δύο τα «ευτυχισμένα χρόνια» της κυπριακής θητείας του Χριστόφορου Μηλιώνη, μαζί με ένα πλήθος χρήσιμων για την εποχή πληροφοριών, θα μπορούσε να θεωρηθούν ενδεικτικά λογής παθογενειών που μάστιζαν για δεκαετίες την ελληνική πνευματική ζωή και φαίνεται σήμερα σημαντικά να έχουν υποχωρήσει. Τι εννοούμε ακριβώς; Δεν είναι δυνατόν ή μάλλον είναι ανεπίτρεπτο –πρόκειται για τον Μηλιώνη –όταν σύμφωνα με τη δική σου μαρτυρία, έχεις δημοσιεύσει, ενώ είσαι νέος ακόμη, φοιτητής αλλά και αργότερα, τα έξι πρώτα σου διηγήματα στο γιαννιώτικο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία», να γράφεις χρόνια μετά για το ίδιο περιοδικό ότι «συγκέντρωνε όλο το πνευματικό κατεστημένο» ή ότι «εξέφραζε ένα πνεύμα συντηρητικό, στη θεματογραφία, στις γενικότερες αντιλήψεις και στους λογοτεχνικούς προσανατολισμούς του». Αλλά και να επαναλαμβάνεις το ίδιο ακριβώς λάθος γράφοντας για το περιοδικό «Πνευματική Κύπρος», που γνωρίζεις όταν διορίζεσαι ως καθηγητής στο Νησί της Αφροδίτης, ότι δημοσιεύει «κείμενα συνήθως μεγαλόστομα, θέματα παραδοσιακά, αντιλήψεις συντηρητικές», ενώ έχεις στείλει κι έχεις δημοσιεύσει στο ίδιο περιοδικό τη μετάφραση των «Κερκυραϊκών» του Θουκυδίδη. Χωρίς να σε έχει αποτρέψει για τις τόσο βαριές –και άδικες εν πολλοίς –αυτές κρίσεις ότι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού ήταν ο πολύ σημαντικός ποιητής Κώστας Μόντης ή να εξαιρείς από τη συλλήβδην καταδικαστική σου απόφαση τον δοκιμιογράφο Αντρέα Χριστοφίδη –συχωρεμένος κι αυτός -, που επίσης υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του ομώνυμου περιοδικού, ως «άνθρωπο με σοβαρότητα και ευθυκρισία», κρίση απολύτως εύστοχη που όμως ο ελάχιστα καλοπροαίρετος αναγνώστης μπορεί να την αμφισβητήσει καθώς ο Μηλιώνης τη συνδυάζει με την κριτική που είχε γράψει για το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Παραφωνία» ο Χριστοφίδης.

Τελικά όλα αυτά θα ήταν επουσιώδεις λεπτομέρειες, αν δεν έλειπε στα δύο τουλάχιστον κείμενα για την Κύπρο μια κάθετη ματιά, σε σχέση με πρόσωπα και περιστατικά, ώστε όσο άγνωστα κι αν θα παρέμεναν για τον σημερινό αναγνώστη, τόσο τα πρώτα όσο και τα δεύτερα, θα μεταβάλλονταν σε φορείς ενός μύθου, που ως μύθος θα τα προεξέτεινε και θα τα διέσωζε. Και δεν θα είχαν καταγραφεί απλά για να κάνουν όσο γίνεται πιο συγκινητικές για τον ίδιο τον Μηλιώνη τις εντελώς προσωποπαγείς του αναμνήσεις.

Χριστόφορος Μηλιώνης

Απο-θέματα

Εκδ. Νεφέλη, 2017, σελ. 160

Τιμή: 11 ευρώ