Αγρυπνία για τον Τζον Λένον, οδοιπορικά με την Ανι Λίμποβιτς, πορτρέτα του Ντένις Χόπερ. Ο Βιμ Βέντερς εκτιμά ότι τράβηξε περισσότερες από 12.000 πολαρόιντ φωτογραφίες τη δεκαετία 1973-1983, όταν η καριέρα του ως σκηνοθέτη απογειωνόταν. Μόλις 3.500 έχουν σωθεί ώς τις μέρες μας κι είναι εκείνες που αποτελούν το υλικό της έκθεσης «Στιγμιαίες ιστορίες» που παρουσιάζεται στην Γκαλερί των Φωτογράφων –τον πρώτο δημόσιο χώρο τέχνης της Βρετανίας που ιδρύθηκε το 1971 αφιερωμένο αποκλειστικά στη φωτογραφία. Πολλά από τα καρέ αποκαλύπτουν σκηνές από τα γυρίσματα εμβληματικών ταινιών του όπως «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», «Η Αλίκη στις πόλεις» και «Ενας αμερικανός φίλος», ενώ άλλα καταγράφουν πόλεις, ερήμους, αυτοκινητοδρόμους και ξενοδοχεία που συναντούσε στα ταξίδια. Κι όπως οι ταινίες του, διακατέχονται από μια διάθεση μελαγχολικού ρομαντισμού.
«Η πρώτη μου αντίδραση όταν τις ξαναείδα ήταν “ουάου, που βρέθηκαν όλες αυτές;”» λέει στον βρετανικό «Γκάρντιαν». «Τις είχα ξεχάσει εντελώς. Συνειδητοποίησα ότι φωτογράφιζα σαν μανιακός», λέει ο 72χρονος γερμανός σκηνοθέτης που ήρθε σε επαφή με τη φωτογραφία από την παιδική του ηλικία μέσω του πατέρα του, που ήταν γιατρός. Ηταν εκείνος που του χάρισε την πρώτη του μηχανή. «Τραβούσε φωτογραφίες σε όλη του τη ζωή, αλλά ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του φωτογράφο. Την εκτίμησή του για τη φωτογραφία τη μετέδωσε και σε μένα».
Τα καρέ της έκθεσης μοιάζουν με ιμπρεσιονιστικό ημερολόγιο της εποχής που «δεν υπήρχε θλίψη, δεν υπήρχε θυμός, δεν υπήρχε τίποτα εκτός από αγνή αθωότητα, όχι μόνο δική μου, αλλά όλων όσων βρίσκονταν γύρω μου. Οι ταινίες γυρίζονταν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς να προηγείται κάποια σπουδαία διαδικασία σκέψης. Γίνονταν από ένστικτο, όπως από ένστικτο γίνονταν και οι φωτογραφίες». Οταν τον προσέγγισαν από τον εκθεσιακό χώρο, ο Βιμ Βέντερς σκέφτηκε πολύ πριν απαντήσει θετικά. «Πραγματικά δίσταζα. Η μόνη δικαιολογία που μπορούσα να βρω για να εκτεθούν σε μια γκαλερί είναι ότι δείχνουν τι συνέβη. Είναι μια υγιής μνήμη για το πώς ήταν τα πράγματα και του τι έχουμε χάσει. Κι η συνειδητοποίηση ότι έχουμε χάσει κάτι δεν είναι απαραιτήτως νοσταλγική. Μπορεί να είναι τραγική».
Η ΑΝΙ ΛΙΜΠΟΒΙΤΣ. Τσαλακωμένες, ξεθωριασμένες, κάποιες με σημειώσεις πάνω τους, δεν αποτελούν το αναμενόμενο υλικό για μια έκθεση. Ωστόσο εκείνο που κάνει ξεχωριστές τις συγκεκριμένες πολαρόιντ είναι οι συναρπαστικές ιστορίες που κρύβουν. Μια από αυτές έχει να κάνει με μια τυχαία συνάντηση του Βιμ Βέντερς με «μια ψηλή νεαρή γυναίκα» που καθόταν δίπλα του στο θρυλικό νυχτερινό κέντρο της Νέας Υόρκης CBGB. Διαισθάνθηκε τη μοναξιά του και του έδωσε το όνομα και το τηλέφωνό της. Φεύγοντας του είπε ότι μπορούσε να την καλέσει αν βρισκόταν μόνος στο Σαν Φρανσίσκο. Μια εβδομάδα αργότερα ο Βιμ Βέντερς τηλεφωνούσε πράγματι στην Ανι Λίμποβιτς –αυτή ήταν η μυστηριώδης γυναίκα –και μια φιλία ξεκινούσε. Εκείνη τον πήρε μαζί της σε ένα οδοιπορικό στο Λος Αντζελες. Επτά από τις φωτογραφίες της που τον απεικονίζουν να οδηγεί παρουσιάζονται στην έκθεση.
Σε μια άλλη ιστορία ο ίδιος αφηγείται την στιγμή που άκουσε για τον θάνατο του Τζον Λένον ενώ οδηγούσε σε έναν αυτοκινητόδρομο στο Λος Αντζελες. «Ηταν μια πολύ αποφασιστική στιγμή στη ζωή μου», λέει. «Σταμάτησα στην άκρη, βυθίστηκα κι άρχισα να κλαίω μέχρι που δεν έμειναν άλλα δάκρυα». Χωρίς να το καταλάβει καλά καλά έφτασε στο αεροδρόμιο και πήρε την πρώτη πτήση για Νέα Υόρκη. «Οταν έφτασα εκεί, συμμετείχα σε μια σιωπηρή συγκέντρωση χιλιάδων ανθρώπων. Ολοι είχαμε χάσει κάτι ουσιαστικό που νομίζαμε ότι δεν θα τελειώσει τόσο σύντομα. Για μένα ήταν η παιδική μου ηλικία, τα νιάτα μου».