Αν και οι δημοσιογραφικοί τύποι δεν το συνηθίζουν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με το συμπέρασμα: αγαπάμε τις αμερικανικές σειρές, αφού μεγαλώσαμε μ’ αυτές και χάρη σ’ αυτές μάθαμε να βλέπουμε τηλεόραση. Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώνουμε και την απέχθειά μας σε οτιδήποτε «ξενόφερτο» ακολουθώντας κοινωνικές τάσεις σε διαφορετικές εποχές κατά τις οποίες ο λεγόμενος «αντιαμερικανισμός» κοιμόταν και ξυπνούσε ανάλογα με τις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Κάπως έτσι εξοικειωθήκαμε σταδιακά με τις αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές, έτσι ώστε σήμερα να μιλάμε για τη «μανία των σίριαλ», από τα συνδρομητικά κανάλια ώς το ελεύθερο downloading (ας μην κρυβόμαστε). «Ειδικά η “αφήγηση” για την πορεία των αμερικανικών σειρών στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει έναν αντεστραμμένο τρόπο για να δούμε την επίσημη πολιτική ιστορία και να ελέγξουμε κατά πόσο είναι καθοριστικής σημασίας στο πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο της εκάστοτε περιόδου», επισημαίνει ο κοινωνιολόγος ερευνητής Βασίλης Βαμβακάς. Με την ιδιότητα του καθηγητή στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι ο συνεπιμελητής με την Αγγελική Γαζή του συλλογικού τόμου «Αμερικανικές σειρές στην Ελληνική τηλεόραση. Δημοφιλής Κουλτούρα και Ψυχοκοινωνική δυναμική» που κυκλοφόρησε μόλις στις εκδόσεις Παπαζήση. Και οι δύο πανεπιστημιακοί εκπαιδευτικοί συντόνισαν το πλήθος των εργασιών ομάδας νέων πανεπιστημιακών θεωρητικών οι οποίοι προσφέρουν στην ελληνική βιβλιογραφία μία σύνθετη μελέτη για το φαινόμενο της ελληνικής τηλεόρασης και των πολλαπλών συμπτωμάτων της «νόσου» από την οποία πάσχει εδώ και πενήντα χρόνια.
Τον καιρό της χούντας
Από τα εργαλεία έρευνας των συντελεστών οι αριθμοί της στατιστικής, οι συνεντεύξεις τηλεθεατών διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικής προέλευσης, η συνδυαστική διεθνής και εγχώρια βιβλιογραφία από τον τομέα των πολιτισμικών σπουδών δημιουργούν τη μεγάλη εικόνα της ελληνικής τηλεόρασης. Μέσα από αυτή συνυφαίνεται και η νοοτροπία του σημερινού τηλεθεατή. Αγαπήσαμε, για παράδειγμα, τη “Λούσι” και το “Πέιτον Πλέις” λέγοντας καλημέρα στην εφεύρεση της μικρής οθόνης που η ΕΙΡΤ και η ΥΕΝΕΔ της χούντας έφεραν στη ζωή των Ελλήνων. Η έξαψη που προκαλεί οποιαδήποτε καινούργια εμπειρία βοήθησε το καθεστώς της επταετίας να μεταστρέψει το ενδιαφέρον των πολιτών μακριά από την πολιτική κατάσταση της χώρας. Η αμερικανική τηλεοπτική παραγωγή, αγγελιαφόρος της νεωτερικότητας έδειχνε στους Ελληνες και τις Ελληνίδες να καταναλώνουν, να επιδιώκουν νέες συνθήκες ζωής και να δοκιμάζουν άλλα πρότυπα που απείχαν από τα έθιμα της πατροπαράδοτης πολυμελούς οικογένειας. «Η περιδιάβαση στην ιστορία των αμερικανικών σειρών στην ελληνική τηλεόραση συνιστά ένα ανεξερεύνητο κλειδί για να ανοίξει κανείς το σκοτεινό δωμάτιο σύνθετων κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών διεργασιών στην Ελλάδα από το 1966 και ύστερα και να αναζητήσει τις μεταξύ τους συνδέσεις ή αντιφάσεις» σημειώνει ο Β. Βαμβακάς.
Ποιος πυροβόλησε τον Τζέι Αρ;
Αλλά και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τα συνθήματα για πολιτική Αλλαγή συμβαδίζουν με τους ανεβασμένους δείκτες τηλεθέασης των σειρών «Ντάλας», «Δυναστεία», «Τόλμη και Γοητεία». Στη δεκαετία του 1980 μάλιστα η ΕΡΤ οργανώνει διαγωνισμό με κλήρωση δώρων για την απόπειρα δολοφονίας του Τζέι Αρ, βασικού πρωταγωνιστή της «ριγκανικής» ιδεολογίας σαπουνόπερας «Ντάλας» (από τότε μένει παροιμιώδες το «ποιος πυροβόλησε τον Τζέι Αρ;»). Ετσι η αναλογία ελληνικού και ξένου προγράμματος το 1986 σε ό,τι αφορά τα σίριαλ δίνει προβάδισμα στο ξένο πρόγραμμα. Στην ΕΡΤ1 τα ξένα σίριαλ φτάνουν το 85% ενώ στην ΕΡΤ2 το 87,7%. Οι αμερικανικές σαπουνόπερες και οι σειρές με κωμικά στοιχεία («Χαρτ και Χαρτ», «Αυτός, αυτή και τα μυστήρια», «Το Πλοίο της Αγάπης»), οι νεανικές «Ιππότης της Ασφάλτου», «Ντιουκς», «Μαγκάιβερ», «Πυρετός της Δόξας» προετοιμάζουν το κοινό τους να ταυτιστούν μαζί τους και να εντοπίσουν τα νέα τους πρότυπα.
Υψηλές τηλεθεάσεις
Η δεκαετία του 1990 σημειώνει τις υψηλότερες τηλεθεάσεις με τις σειρές «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς», «Τόλμη και Γοητεία», «Μάτλοκ», «Ζήνα», «Ηρακλής». Ενώ τα «Χ-Files» αποκτούν το κύρος της «καλτ» σειράς μυστηρίου και η επιτυχία της φτάνει μέχρι και 790.000 θεατές ανά επεισόδιο. Μάλιστα η σειρά «Ζήνα» προσείλκυσε το ενδιαφέρον του γυναικείου κοινού για τον δυναμισμό της πρωταγωνίστριας και την αμφίσημη σεξουαλική της ταυτότητα, αποτελώντας (ήδη από το 1997) ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταμοντέρνου προτύπου έτοιμου να προσαρμοστεί στις αντιδράσεις και τις επιθυμίες του πιστού κοινού του. Η σειρά «Ρωξάνη, μια ελεύθερη γυναίκα» συμπληρώνει προς άλλη κατεύθυνση τις εικόνες ισότιμων γυναικών, ενεργητικών στον εργασιακό, οικογενειακό, σεξουαλικό χώρο. Οι Ελληνίδες παρακολουθούν τους «Αγγελους του Τσάρλι», τη «Βιονική Γυναίκα», την Αλέξις Κόλμπι στη «Δυναστεία», τη Μάντι στο «Αυτός, Αυτή και τα μυστήρια» . Με τη «Ρωξάννη», επισημαίνουν οι Λίζα Τσαλίκη, Δέσποινα Χρονάκη στο άρθρο τους «Διαβάζοντας κωμωδίες καταστάσεων», η ενδοοικογενειακή βία, η εγκυμοσύνη στην εφηβεία, ζητήματα τάξης, δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων ή χρήσης ναρκωτικών το τηλεοπτικό κοινό παρακολουθεί θέματα που απασχολούν τις φεμινιστικές σπουδές. Με μία όμως απόσταση από την περίπτωση της επιβλητικής Ρωξάνης, η οποία εισβάλλει στον ανδροκρατούμενο χώρο του «εχθρικού» και απρεπούς αστείου: «Στην Ελλάδα δεν έχουμε κωμωδίες με κεντρικούς χαρακτήρες άτομα της εργατικής τάξης. Ο τρόπος με τον οποίο πλαισιώνονται αρνητικά οι χαρακτήρες στη σειρά “Ρωξάνη” οδηγεί το ακροατήριο σε παραπομπές σε κάτι άλλο, διαφορετικό από εκείνους».
Από τη «Δυναστεία» ώς το «House of cards» (το έβδομο κεφάλαιο, που υπογράφουν η Δήμητρα Δημητρακοπούλου, επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ και ο Ευθύμιος Σαββάκης, υποψήφιος διδάκτωρ στο ίδιο τμήμα, τιτλοφορείται « Η μετεξέλιξη της τηλεθέασης στην ψηφιακή εποχή: μια μελέτη για τo House of cards») η ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης μας δείχνει πως η ταυτότητα του έλληνα τηλεθεατή είναι μία διαδικασία μετασχηματισμών που πέρασε από πολλά φίλτρα και διαμορφώθηκε σε μεγάλα ποσοστά από τις αμερικανικές σειρές. Από την πρώτη περίοδο του κρατικού μονοπωλίου των δύο πειραματικών καναλιών έως το άνοιγμα του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου προς την πλουραλιστική επιλογή της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι αμερικανικές σαπουνόπερες, σειρές επιστημονικής φαντασίας, γουέστερν, κωμικές σειρές, αστυνομικές ιστορίες καθώς και τα πιο πρόσφατα δημοφιλή πολιτικά θρίλερ είναι τα ευπρόσδεκτα διαλείμματα της πραγματικότητας. Μέσα στα οποία ο τηλεοπτικός χρόνος ανοίγει χαραμάδες ουτοπικής χωρικότητας και μας προσκαλεί να μπούμε για να χαθούμε ή απλά για να ξεφύγουμε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
«Η μύηση του ελληνικού κοινού στο φορμά του σίριαλ έγινε με τρόπο αρκετά ατελή και προβληματικό. Το “Πέιτον Πλέις” ήταν το μοναδικό σίριαλ που προβλήθηκε ολόκληρο την περίοδο 1967-1974 και ταυτόχρονα είχε διάρκεια επαρκή ώστε να οικοδομήσει έναν αξιόλογο βαθμό αφοσίωσης του κοινού αλλά και αισθητό δημόσιο αντίκτυπο» (Γρηγόρης Πασχαλίδης, «Τηλεοπτική ψυχαγωγία 1967-1974).
την περίοδο της Αλλαγής»).
«Το γεγονός ότι το 2004 συναντάμε τους πρώτους Ελληνες που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να παρακολουθήσουν τηλεόραση, και μάλιστα αμερικανικές σειρές, αποτελεί μια απροσδόκητα πρώιμη εξέλιξη. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι βρισκόμαστε δυο χρόνια προτού ξεκινήσει η διανομή ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος ή ότι μόλις τρεις στους 10 Ελληνες διέθεταν ηλεκτρονικό υπολογιστή» (Ισαβέλλα Λογοθέτη, «Εκτός τηλεόρασης»).
«Οι τηλεοπτικές σειρές “Τα φιλαράκια” και “Sex and the city” προέβαλαν έντονα την αξία της φιλίας, τη χειραφέτηση των γυναικών, την απελευθέρωση της ερωτικής ζωής, μια νέα μορφή της οικογένειας. Οι αφηγήσεις αυτές αναδεικνύονται σε σημαντικά πεδία, αφενός για τη διερεύνηση αναπαραστάσεων, αφετέρου για την προσέγγιση και ανάλυση του τρόπου προβολής κοινωνικών και πολιτισμικών στερεοτύπων και νεωτερισμών» (Ιωσήφ Κωνσταντίνου, «Στερεότυπα και νεωτερισμοί στις τηλεοπτικές αφηγήσεις»).