Προφανώς κομίζει κανείς στάμπα σε τυπογράφο λέγοντας ότι οι μεταφραστές αποτελούν το αντηχείο των ξένων συγγραφέων. Και ότι χρειάζεται η δική τους «μεσολάβηση» –άλλοι τη λένε από δεξιοτεχνία έως και ποίηση –για να αποκαλύψει τον εσωτερικό ρυθμό του πρωτοτύπου. Ναι, δεν είναι όλες οι μεταφράσεις πετυχημένες, ούτε και όλες οι προθέσεις αποδίδονται ακριβοδίκαια. Στην περίπτωση του Καζούο Ισιγκούρο, που βραβεύτηκε την περασμένη εβδομάδα με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, οι μεταφραστές του είναι οι: Ν.Κ. («Ενας καλλιτέχνης του ρευστού καιρού», Εστία 1990), Γιούρι Κοβαλένκο («Τα απομεινάρια μιας μέρας», Καστανιώτης 1993), Μανόλης Πολέντας («Ο απαρηγόρητος», Καστανιώτης 1997), Τόνια Κοβαλένκο («Τότε που ήμασταν ορφανοί», 2001, «Νυχτερινά», 2009, «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», 2011, όλα από τον Καστανιώτη) και η Αργυρώ Μαντόγλου («Θαμμένος γίγαντας», Ψυχογιός 2015 και σε νέα μετάφραση «Τα απομεινάρια μιας μέρας» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο την ημέρα βράβευσης του συγγραφέα!). Μιλήσαμε με τις δύο μεταφράστριες για το λογοτεχνικό σύμπαν του βρετανού νομπελίστα και τα πιθανά εμπόδια που αντιμετώπισαν.
Τόνια Κοβαλένκο
Κατά κάποιον τρόπο όλα ξεκίνησαν με μια δυνατή συγκίνηση. Ο πατέρας μου είχε μεταφράσει τα «Απομεινάρια μιας μέρας» και είχα κρατήσει αυτή την ανάμνηση. Για να πω την αλήθεια, μάλιστα, πρώτα είχα δει την ταινία του Αϊβορι και μετά διάβασα το βιβλίο. Εγώ ξεκίνησα με το «Τότε που ήμασταν ορφανοί», αλλά το βιβλίο που πραγματικά με ενθουσίασε ήταν το «Μη μ’ αφήσεις ποτέ». Θα το παρομοίαζα με ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό σενάριο –γραμμένο περίτεχνα από τον ίδιο τον σκηνοθέτη του –που διαβάζοντάς το ο αναγνώστης είναι σαν να παρακολουθεί ήδη αυτή την ατμοσφαιρική ταινία μέχρι το συνταρακτικό της φινάλε. Στα «Νυχτερινά» επίσης είδα έναν καλό συγγραφέα σε μια καλή στιγμή.
Θα έλεγα ότι ο Ισιγκούρο δεν είναι δύσκολος συγγραφέας, αλλά μάλλον απλός. Ως μεταφράστρια, λοιπόν, έπρεπε να ακολουθήσω τον ρυθμό και την απλότητά του, αλλά να μην τα προδώσω. Αυτό θεωρώ τη μεγαλύτερη δυσκολία. Ειδικά όταν περνάω από την Ντόρις Λέσινγκ ή τη Ναντίν Γκόρντιμερ σε συγγραφείς όπως ο Ισιγκούρο. Από την άλλη, προφανώς έχει «σπουδαγμένη» γλώσσα, πολυδιάστατη γραφή και φαινομενική απλότητα που είναι «καλλιεργημένη». Η ατμόσφαιρα είναι το μεγάλο ατού στα βιβλία του. Θέλεις να δεις τι συμβαίνει πίσω από τις γραμμές, όπου υπάρχει κάτι σχεδόν καφκικό. Κατά τ’ άλλα, η αναφορά της Ακαδημίας στο προυστικό στοιχείο νομίζω ότι ήταν μεγάλα λόγια. Αν πρέπει πάντως να διαλέξω έναν στυλίστα συγγραφέα, θα ήταν ο Μπάνβιλ και όχι ο Ισιγκούρο. Με τον πρώτο μάλιστα έχω τεράστια αλληλογραφία ως μεταφράστρια. Στον Ισιγκούρο είχα στείλει κάποτε ένα κειμενάκι θαυμασμού και ύστερα από πολύ καιρό μου απάντησε με ένα τυπικό ευχαριστήριο μια γραμματέας του εκδοτικού οίκου –δεν ξέρω καν εάν το διάβασε ο ίδιος. Και μια τελευταία σύμπτωση: έκανε μαθήματα δημιουργικής γραφής με την Αντζελα Κάρτερ. Τυχαίνει να είναι η πρώτη συγγραφέας που μετέφρασα ποτέ στο «Πάθος της νέας Εύας» (εκδ. Χατζηνικολή, 1987).
Αργυρώ Μαντόγλου
«Μια ιστορία που
κρύβεται από κάτω»
Τον έμαθα πρώτα ως αναγνώστρια το 1993 διαβάζοντας τα «Απομεινάρια μιας μέρας» στα αγγλικά, όταν σπούδαζα μεταπτυχιακά στη Βρετανία. Από την πρώτη επαφή μου είχε αφήσει την αίσθηση ότι πρόκειται για κείμενο κλασικού συγγραφέα: και η γλώσσα και ο τρόπος που δομούσε τα νοήματα. Και ενώ είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, δεν φωνάζει, ούτε προπαγανδίζει. Αποκαλύπτει τις θέσεις του μέσα από τους χαρακτήρες του. Από τότε εκείνο που με ενθουσιάζει στον Ισιγκούρο είναι πόσο εξελίχθηκε και πόσο σύνθετος έγινε μέσα από τα ρίσκα που έπαιρνε. Αλλαζε συνεχώς είδη, από τα διηγήματα ώς το φανταστικό. Για παράδειγμα, στον «Θαμμένο γίγαντα», τη δική μου μετάφραση, είδα ότι όχι μόνο λειτούργησε στο «μυθιστόρημα του φανταστικού», αλλά ότι το προώθησε. Κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας κρυβόταν ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα για την ειρήνη, τον πόλεμο, τις εθνότητες. Αυτά στο συλλογικό επίπεδο. Στο ατομικό υπήρχε η υπενθύμιση της λήθης: η ανάγκη να ξεχνάμε για να συνυπάρξουμε με τους ανθρώπους.
Αυτή είναι και η δυσκολία στον Ισιγκούρο. Η ιστορία που κρύβεται κάτω από τη «στρωτή» επιφάνεια της γλώσσας. Αυτά που δεν λέει, δηλαδή, δημιουργούν τον ρυθμό και την ατμόσφαιρα. Και ο προσωπικός μου αγώνας ήταν να αποδώσω αυτή την ατμόσφαιρα. Υπήρχαν αρκετά σημεία ακατανόητα στην πρώτη προσέγγιση και συχνά είχα αναγκαστεί να καταφύγω σε λύσεις εναλλακτικές. Τα πρώτα κεφάλαια, για παράδειγμα, είναι πολύ στριφνά λόγω του γκόθικ ύφους. Εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε γκόθικ παράδοση ή λεξιλόγιο. Χρειάστηκε, λοιπόν, να ανατρέξω στον Παπαδιαμάντη, το πλησιέστερο που μπορώ να φανταστώ. Αλλά και στο τέταρτο μέρος (15ο κεφάλαιο) η γλώσσα ήταν ιδιαίτερα στριφνή. Εκεί όπου λέει «Κάποιοι από εσάς θα έχετε υπέροχα μνημεία…». Από το σημείο αυτό έπρεπε να βρω τον ρυθμό για τις αναφορές του στη μνήμη και τη λήθη. Πρόσφατα μετέφρασα τα «Απομεινάρια μιας μέρας». Εψαξα να βρω ένα αντίτυπο στα ελληνικά, στην πλαιότερη μετάφραση του Κοβαλένκο, αλλά δεν βρήκα. Οπότε οι αναγνώστες μπορούν να είναι σίγουροι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο εξ ολοκλήρου μεταφρασμένο από την αρχή».