Το 1980 ένας φοιτητής Αρχαιολογίας ανακάλυψε σ’ ένα δάσος κοντά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Αουσβιτς – Μπιρκενάου ένα έγγραφο μεγάλης ιστορικής αξίας, την οποία όμως δεν γνώριζε εκείνη τη στιγμή. Ερχόταν στο φως 35 χρόνια ύστερα από τη δραματική απόκρυψή του και έφερε το όνομα του συγγραφέα. Ο Μαρσέλ Νατζαρή, Εβραίος της Θεσσαλονίκης, το είχε κρύψει μέσα σε ένα θερμός και το είχε θάψει σε απόσταση λίγων μέτρων από τους θαλάμους αερίων. Εκεί, δηλαδή, όπου καθημερινά στρίμωχνε μαζί με άλλους Sonderkommando (οι «βοηθοί» των Ναζί, που εξαναγκάζονταν να εκτελούν τις χειρωνακτικές εργασίες στη «μηχανή του θανάτου») τα θύματα που έφερναν τα τρένα.

ΕΠΙΓΕΙΑ ΚΟΛΑΣΗ. Μέσα σε λίγες αράδες περιέγραφε την επίγεια μορφή της κόλασης. Με τα δικά του λόγια: «Ολοι υποφέραμε πράγματα εδώ που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους». «Κάτω από έναν κήπο, υπάρχουν δύο ατέλειωτοι υπόγειοι χώροι: Στον έναν γδύνονταν, ο άλλος ήταν ο θάλαμος αερίων… Οι άνθρωποι έμπαιναν μέσα γυμνοί και μόλις έφταναν τους 3.000, ο θάλαμος έκλεινε και τους σκότωναν με αέριο».

Από τους 2.200 Εβραίους που επιφορτίστηκαν μ’ αυτή τη θλιβερή υποχρέωση επιβίωσαν μόνο μερικές εκατοντάδες και ο Νατζαρή ήταν ένας απ’ αυτούς. Μετά τον πόλεμο και την απελευθέρωση του Αουσβιτς επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ το 1951 μετανάστευσε μαζί με τον γιο και τη γυναίκα του στις ΗΠΑ όπου εργάστηκε ως ράφτης. Πέθανε τελικά το 1971 στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 54 ετών.

Η επιστολή του ανακαλύφθηκε μαζί με άλλες οκτώ γραμμένες από συνολικά πέντε Sonderkommando του στρατοπέδου, αλλά είναι η μοναδική στα ελληνικά σε αντίθεση με τα γίντις των άλλων. Το χειρόγραφο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά αυτό τον μήνα στο τετραμηνιαίο περιοδικό του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου ύστερα από την αποκατάστασή του κατά 85-90% και τις επίπονες προσπάθειες του ρώσου ιστορικού Πάβελ Πόλιαν και του ειδικoύ εφαρμογών πληροφορικής Αλεξάντρ Νικιτιάεφ, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη λεγόμενη «πολυφασματική ανάλυση και απεικόνιση».

«ΜΕ ΚΡΑΤΟΥΣΕ Η ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ…». Σε ένα σημείο ο Θεσσαλονικιός νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεί στους «αγαπημένους φίλους» του Δημήτριο Στεφανίδη, Ηλία Κοέν, Γιώργο Γούναρη και Σμαρώ Ευφραιμίδου: ένδειξη ότι μέσα του επιβιώνει η ελπίδα να βρεθεί η επιστολή του. «Θα πείτε διαβάζοντας, τι εργασία έκαμα, πώς μπόρεσα να κάνω εγώ, ή ένας οποιοσδήποτε άλλος αυτή τη δουλειά, καίγοντας τους ομοθρήσκους μου. Σκέφτηκα πολλές φορές να μπω κι εγώ μαζί τους, να τελειώσω, αλλά με κρατούσε πάντα η εκδίκησις. Θέλησα και θέλω να ζήσω για να εκδικηθώ το θάνατο του μπαμπά μου, της μαμάς μου και της αγαπημένης μου αδερφής. Δεν φοβάμαι το θάνατο, είναι δυνατόν να τον φοβηθώ μετά από τόσα που είδαν τα μάτια μου;».

Ο Νατζαρή συνέταξε την επιστολή με την ελπίδα όποιος την ανακαλύψει μελλοντικά να την παραδώσει στον διπλωματικό εκπρόσωπο της Ελλάδας, ώστε να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι τον εφιάλτη του ναζιστικού σκότους. «Ανοίγαμε τους θαλάμους ύστερα από μισή ώρα και ξεκινούσε η δουλειά μας. Κουβαλούσαμε τα πτώματα αυτών των αθώων γυναικών και παιδιών στο ασανσέρ, για να φτάσουν στο χώρο με τους φούρνους, όπου καίγονταν χωρίς τη χρήση καυσίμου, από το λίπος που είχαν».

Οπως γράφει σε άλλο σημείο, οι άνθρωποι αυτοί «κατέληγαν 640 γραμμάρια στάχτης». Τη στάχτη αυτή πετούσαν στα γειτονικά ποτάμια με τους άλλους Sonderkommando ως μέρος της καθημερινής τους εργασίας. Ο Νατζαρή, που φαίνεται να σκέφτηκε και την αυτοκτονία –σκέψη που μόνο η επιθυμία της εκδίκησης υπερνίκησε –θεωρούσε ότι οι ημέρες του ήταν μετρημένες και ότι και ο ίδιος θα κατέληγε στο θάλαμο αερίων τον οποίο άνοιγε καθημερινά: «Μια μέρα θα φύγουμε απ’ αυτή τη γη, επειδή γνωρίζουμε πολλά».