Η ελληνική κοινωνία υπερηφανευόταν κάποτε ότι ήταν η μοναδική στην Ευρώπη όπου μπορούσε να βγει οποιοσδήποτε στις 12 η ώρα τη νύχτα από το σπίτι του για να πάει στο περίπτερο χωρίς να φοβάται. Ασφαλώς, δεν υπάρχει λόγος να νοσταλγεί κανείς εκείνη την εποχή της αθωότητας –το παρελθόν δεν γυρίζει πίσω, ούτε και πρέπει. Εχει πολλούς λόγους όμως να ζητά κάτι που πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες κατέκτησαν στην πορεία αλλά το έχασε η ελληνική: το αίσθημα της ασφάλειας.
Ενα τέτοιο αίσθημα είναι αδύνατον να υπάρξει σε μια κοινωνία όπου δικηγόροι δολοφονούνται εν ψυχρώ, απειλές εκτοξεύονται χωρίς συνέπειες και ομάδες δρουν ανεξέλεγκτα στο όνομα κάποιας ιδεολογίας που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τυφλό μίσος. Αυτό το αίσθημα της ασφάλειας είναι απόν από πλείστους όσους χώρους. Στα ποδοσφαιρικά γήπεδα όπου σημειώνονται επεισόδια ακόμη και σε αγώνες της εθνικής ομάδας, στα πανεπιστήμια όπου θύματα προπηλακισμού από τους νταήδες πέφτουν ακόμη και άτομα με ειδικές ανάγκες, σε δρόμους και πλατείες που έχουν εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση ως άβατα, αλλά και στους χώρους των δικαστηρίων.
Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλα αυτά είναι άσχετα μεταξύ τους. Σε μια κοινωνία όπου δίδεται η αίσθηση πως τίποτε δεν ελέγχεται, το μικροέγκλημα νιώθει το πεδίο ελεύθερο και το οργανωμένο έγκλημα αποθρασύνεται. Το αποτέλεσμα είναι ένα γενικευμένο αίσθημα φόβου. Που δεν εμποδίζει μόνο κάποιον να πάει στο περίπτερο. Τον εμποδίζει και να δρα γενικότερα ως ελεύθερος πολίτης. Γιατί ο φόβος είναι ασύμβατος με τη δημοκρατία.