Οσο η ρητορική περί εκσυγχρονισμού αναπτύσσεται στη χώρα μας, τόσο αποκαλύπτονται τα συντηρητικά έγκατα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και οι απίστευτες καθηλώσεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής, ιδίως ενός τμήματος της Δεξιάς. Κάθε στιγμή αναδύεται ένα ρηχό και καιροσκοπικό εθνικολαϊκιστικό πρόταγμα, ανασφαλές, ανιστόρητο, συχνά ιδιοτελές. Διάφοροι κήρυκες μιας γενικής «προδοσίας», εξόχως χρηματοδοτημένοι από ευρωπαϊκά κονδύλια, ωφελιμιστές και καιροσκόποι που κηρύττουν το αμυντικό μίσος. Μπορούν να ομνύουν στην πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια, όταν έχουν καταπατήσει δημόσιο χώρο, χρωστούν θαλασσοδάνεια, χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. καταδυτικό πάρκο, διά του Leader), προμηθεύουν υπερτιμολογώντας το Δημόσιο. Κατά περίπτωση (και κατά το συμφέρον) μπορούν να γίνονται ευσεβείς και βουλιμικοί, να καταγγέλλουν την Τουρκία και συγχρόνως να κάνουν μπίζνες με τούρκους τουριστικούς πράκτορες, μπορούν να κολακεύουν τοπικιστικά ένστικτα και συγχρόνως να βγάζουν τα (μαύρα) χρήματα στο εξωτερικό. Η ρητορική, απεξαρτημένη απ’ την προσωπική ηθική. Μπορώ να κατανοήσω, έναν ιδεολόγο ή έναν καθηλωμένο, «πυροβολημένο», δεν μου είναι ανεκτό το λαμόγιο που ψεύδεται με υπόγειο στόχο το δυσώδες προσωπικό όφελος.
Εν τούτοις αυτή η εσωτερική ασυνέπεια διέτρεχε πάντα τον δημόσιο λόγο. Ως φαινόμενο, είχε συγκρουσιακές εκφάνσεις, τώρα περνάει την πολεμική φάση του. Ενα τμήμα του εκδηλώνεται με έναν ακροδεξιό ακτιβισμό, ένα τμήμα του όμως παραμένει υπόγειο. Κυλάει στις κοινωνικές φλέβες, δημιουργεί εκτεταμένες πολιτικές αθηρωματώσεις. Αυτή η ελευθερία να λες ό,τι σου καπνίσει, χωρίς να δεσμεύεσαι, χωρίς να αιχμαλωτίζεσαι πουθενά απ’ τον ισχυρισμό σου, είναι ίδιον της πολιτικής στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα. Π.χ. συστηματικός εργολήπτης δημοτικών και δημόσιων έργων, συνδιαλεγόμενος με όλες τις κυβερνήσεις (και τις μετά το 2015) και τις αυτοδιοικητικές Αρχές, βρίζει, διεγείρει, απειλεί, υπέρμαχος της ακεραιότητας του «έθνους», φυσικά δικής του εκδοχής. Βρίζει λυσσωδώς τους πάντες –νεοφασίστας ολκής. Επαίρεται ότι μπορεί να είναι μέσα στο σύστημα, βρίζοντάς το. Πώς διαμορφώθηκε αυτό το «θησαύρισμα» που μεταμφιέζεται σε πολίτη, πολύ περισσότερο σε δίκαιο εμπρηστή;
1967. Ο διοικητής του τοπικού σταθμού χωροφυλακής έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. Το χέρι του με το τεράστιο λιμαρισμένο νύχι στο μικρό δάκτυλο, έψαξε τον αναπτήρα. Δεκαπέντε συνωθούμενοι πελάτες του ζαχαροπλαστείου έσπευσαν ν’ ανάψουν στον κύριο διοικητή. Τότε η τοπική εξουσία είχε τεράστια δύναμη. «Εγραφαν» τα καημένα τα Zundapp που πήγαιναν με 30 χιλιόμετρα την ώρα, έστελναν την κόρη τους στην κυρία Μαρίτσα να φουλάρει την τσάντα μανταρίνια απ’ τον κήπο, τον γιο στον χασάπη για τις δωρεάν μπριζόλες. Πολλοί έγλειφαν συστηματικά τις τότε Αρχές. Δεν ήταν δείγμα εγγενούς αναξιοπρέπειας, αλλά κληροδότημα του τρομοκρατικού Μετεμφυλίου. (Βεβαίως, όπως λένε οι παλιοί, ο χωροφύλακας «δεν πιάνεται φίλος».) Ετσι με μεθυσμένη ισχύ ασκήθηκε μέχρι και τα χρόνια της χούντας η εξουσία. Δεν μπορούσε παρά η «δικαιωματική» αναστροφή του φόβου να έχει συμμετρικά χαρακτηριστικά. Ο βωμολοχικός διεκδικητισμός που αντικατέστησε τη φοβισμένη συμμόρφωση καταστρέφει κάθε έννοα διεκδίκησης, αλλά, κυρίως, δικαίου. Οπως ακριβώς ο ιδιοτελής εθνολαϊκισμός καταστρέφει κάθε έννοια ανεξαρτησίας.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων