Πριν από λίγα χρόνια ξανάβλεπα στην τηλεόραση, παρέα με έναν παιδικό μου φίλο, το «1900» του Μπερτολούτσι. Θυμάμαι πως όταν είχε πρωτοπαιχθεί στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1970, έφηβοι και οι δύο εκείνη την εποχή, πηγαίναμε να το δούμε ίσαμε τρεις φορές την εβδομάδα. Ημασταν συνεπαρμένοι από τη νεωτεριστική, όπως νομίζαμε τότε, κινηματογραφική γραφή, τα προοδευτικά κοινωνικοπολιτικά μηνύματα της ταινίας, την αντισυμβατικότητα των ηρώων της, την αβάν γκαρντ ερμηνεία των ηθοποιών, λέγαμε μεταξύ μας και κάτι μεγαλόστομα για το πώς, τάχα, το συλλογικό υπεισέρχεται στο ατομικό –ή το ανάποδο, πού να θυμάμαι τώρα! –και νομίζαμε ότι είχαμε κερδίσει, με τη μαγκιά της άποψής μας, την πολυπόθητη ταυτότητα του «προχωρημένου νιάτου». Ετσι το λέγαμε τότε.
Ξαναβλέποντας όμως την ταινία ύστερα από τόσα χρόνια νιώσαμε και οι δύο αμηχανία. Χωρίς να έχει χάσει την καλλιτεχνική αξία της, σαν να απέπνεε ντουλαπίλα. Οπως ένα ρούχο που το θυμόμαστε ως μοντέρνο, το ξεχάσαμε στην ντουλάπα και, όταν το ξαναβγάλαμε, μας φάνηκε ξεπερασμένο. Και ατενίζοντας, από την απόσταση όλων αυτών των χρόνων, τα νιάτα μας, μάς φάνηκε εξαιρετικά δεδομένο και αυτονόητο ό,τι τότε θεωρούσαμε επαναστατικό και ανατρεπτικό. Εχω παρατηρήσει ότι συμβαίνει αυτό με ιδέες και τάσεις που οι συνθήκες μιας συγκεκριμένης εποχής τις έχρισαν πολύ διακριτά προοδευτικές. Αν δεν ξεπεραστούν, όπως συμβαίνει αρκετές φορές, η αναπαραγωγή τους σε μεγάλο βάθος χρόνου με πρόσχημα την προοδευτικότητά τους τις εκθέτει στη γραφικότητα. Ε, μετά δεν θέλει και πολύ ν’ αρχίσει να χάνεται ο μπούσουλας.
Σε μία παράλληλη με αυτήν τη συνειρμική διαδρομή, στριμωγμένος ανάμεσα στην ετεροχρονολογημένη προοδευτικότητα και τη γραφικότητα, νομίζω ότι έσπασε και ο μπούσουλας της ψήφισης του νομοσχεδίου για την αλλαγή φύλου. Καταρχήν, το νομοσχέδιο πολύ καλώς ψηφίσθηκε. Διότι αφορά το ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και ισχύει, έστω και με επιμέρους παραλλαγές, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης όπου αυτά τα θέματα έχουν λυθεί εδώ και χρόνια. Αναχρονισμός ήταν το ότι δεν είχε ψηφιστεί μέχρι τώρα. Και η κυβέρνηση, κεφαλαιοποιώντας αυτόν τον αναχρονισμό ως ηθικό μειονέκτημα του αντιπάλου, ανήγαγε μια επέκταση νόμου σε φεστιβάλ προοδευτικότητας. Πουλώντας χάντρες νεωτερισμού στους «ιθαγενείς» μίας χώρας στην όποια έχει επιβάλει έναν ακραίο κομματικό συντηρητισμό που αρχίζει από το σφιχταγκάλιασμα με τους ΑΝΕΛ και δεν τελειώνει πουθενά αν πρόκειται για τη διατήρηση της καρέκλας. Η ψήφιση του νομοσχεδίου δεν ξεπλένει μία κυβέρνηση που, για παράδειγμα, εξακολουθεί να διώχνει τους νέους επιστήμονες στο εξωτερικό, διογκώνει το πελατειακό κράτος, στοχοποιεί τους νέους επιχειρηματίες και κλείνει το ματάκι σε κάθε Θύμιο Λυμπερόπουλο.
Η αναγωγή όμως, για επικοινωνιακούς λόγους, της ψήφισης σε σόου, εξέθεσε το νομοσχέδιο στη γραφικότητα. Τέτοιου είδους θέματα, όταν παίζουν στην πρώτη γραμμή της ειδησεογραφίας, μόνο για καλό δεν είναι. Ανοίγει η πόρτα στην παραπληροφόρηση, στη σύγχυση περί του διακυβεύματος, σε ομοφοβικά παραληρήματα, στον Λεβέντη στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης και σε χοντρά, κρύα, απαξιωτικά «καλαμπούρια». Και, κάπως έτσι, ένα θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικοινωνείται ως «τα γοβάκια του Σωτήρη» και «το μουστάκι της Λόλας». Και στο ειρωνικό σχόλιο χρήστη των σόσιαλ μίντια: «Αυτή η αλλαγή φύλου στα δεκαπέντε, είναι υποχρεωτική για όλους ή όποιος θέλει την κάνει;».