Τι κοινό έχει το συριζαϊκό νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου με την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συμμετάσχει το καλοκαίρι στο συνέδριο της Εσθονίας για τα εγκλήματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων; Μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους. Κι όμως. Εξελίχθηκαν –αν όχι σχεδιάστηκαν εξαρχής ως τέτοια –σε μέτωπα ενός δογματικού πολέμου του Μαξίμου. Ενός πολέμου με έναν μόνο σκοπό: να διαμορφώνει ο ΣΥΡΙΖΑ την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης, προκειμένου να απομακρύνει τους προβολείς –της αντιπολίτευσης αλλά και των μίντια –από ζητήματα όπως η πορεία της οικονομίας.
Στον κατάλογο με τα πεδία μάχης αυτού του ιδιότυπου πολέμου μπορεί να προστεθεί και η κυβερνητική αντίδραση στις αντιπολιτευτικές επικρίσεις για την κλήρωση των σημαιοφόρων στις μαθητικές παρελάσεις. Αλλά και η διαπίστωση του Νίκου Βούτση πως «η μεταμνημονιακή Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται σε ατζέντα “Ελλάς ελλήνων χριστιανών” ούτε “Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”».
Θα υποτιμούσε, βέβαια, κανείς το στενό επιτελείο του Τσίπρα αν τακατέτασσε όλα αυτά αποκλειστικά στην κατηγορία των αντιπερισπασμών. Κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι μάχες που αποφασίζουν να δώσουν μόνο και μόνο για να αλλάξουν την κουβέντα. Είναι θέματα που φαίνεται να επιλέγονται προσεκτικά ώστε να πλήξουν τη συνοχή της αντιπολίτευσης –όχι μόνο της αξιωματικής αλλά και της ελάσσονος. Και κυρίως να αποδομήσουν το ιδεολογικό προφίλ που ΝΔ και ΔΗΣΥ φιλοτεχνούν. Υπό αυτό το πρίσμα, μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η πρόθεση να κατατεθεί στο μέλλον νομοσχέδιο για την ιατρική χρήση της κάνναβης. Το επόμενο μέτωπο έχει επιλεχθεί.
Παρά τις κορόνες Κουμουνδούρου και κυβερνητικού επιτελείου περί προοδευτισμού, την εβδομάδα που πέρασε, το σχέδιο νόμου για την ταυτότητα φύλου έμοιαζε προορισμένο να δώσει στον Αλέξη Τσίπρα την ευκαιρία να ρωτήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη από κοινοβουλευτικού βήματος: «Αν θα στρίψετε κάτω από το βάρος ορισμένων εκ των ιεραρχών ή της ακροδεξιάς σας πτέρυγας, θα μας εξηγήσετε πού εξαντλείτε τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ιδεολογίας σας;».
Ηταν, δηλαδή, ένα ακόμη θέμα ικανό να βραχυκυκλώσει τη συντηρητική παράταξη και να καλύψει με αυτόν τον τρόπο τον ετερόκλητο χαρακτήρα του κυβερνητικού συνασπισμού. Τι κι αν υπήρξαν ανταρσίες εντός της ΚΟ του κυβερνώντος κόμματος; Ή οι βουλευτές των ΑΝΕΛ, πλην Ζουράρι, είτε καταψήφισαν είτε δήλωσαν «παρών» στο άρθρο 3 για τη διόρθωση φύλου από τα 15; Αυτό που έμεινε, από πλευράς εντυπώσεων, ήταν πως η ΝΔ εμφανίστηκε από τον Πρωθυπουργό να χαράσσει τη γραμμή της με γνώμονα τις ψήφους του χριστεπώνυμου πλήθους. Κι η ΔΗΣΥ ως περίπου προοδευτική, επειδή η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απουσίασε από την ψηφοφορία και το κόμμα αναφώνησε «παρών» στο άρθρο 3.
Η σημαία. Στις αρχές Αυγούστου ο Κώστας Γαβρόγλου, αφού ψηφίστηκε ο νόμος του για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δήλωσε «για εμάς η σημαία δεν πρέπει να είναι βαθμολογικό έπαθλο. Ολοι έχουν δικαίωμα να την κρατούν». Στην ανάλυσή του «δηλώσεις που συνδέουν την αριστεία με τη σημαία» –σαν αυτές που έκανε σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση –ήταν «κάτι βαθιά αντιδημοκρατικό». Και για όποιον δεν είχε αντιληφθεί τι ακριβώς υπονοούσε, έγραφε η γαβρογλική ανακοίνωση: «Η ΝΔ μαζί με τη ΧΑ αυτήν τη φορά μάς κάνουν κριτική για το θέμα της επιλογής του σημαιοφόρου. Αν διαβάσει κανείς τις ανακοινώσεις αυτών των δύο κομμάτων, είναι σαν να είναι γραμμένες από τον ίδιο συντάκτη». Ο αντίπαλος και πάλι παρουσιαζόταν ως ακροδεξιός.
Οι «ταλιμπάν της Ορθοδοξίας». Λίγες μόνο μέρες αργότερα, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πήγαινε ένα βήμα παραπέρα. Με αφορμή την κριτική στον υπουργό Παιδείας δήλωνε «δεν είμαστε λαός ορθόδοξος. Η θρησκευτική συνείδηση είναι για κάθε άνθρωπο κάτι ιδιαίτερο. Είμαστε ένα σύγχρονο κράτος και όχι “ταλιμπάν της Ορθοδοξίας”». Η νεοδημοκρατική αντίδραση –με το δελτίο Τύπου που ανέφερε ανάμεσα σε άλλα «σε ένα παραλήρημα ιδεοληψίας, αμφισβήτησεακόμη και τη θρησκεία του ελληνικού λαού, παρόλο που ρητά αναγνωρίζεται από το Σύνταγμά μας» –απλά αποδεικνύει ότι η αξιωματική αντιπολίτευση είχε ξανά παγιδευτεί σε μια συζήτηση διαφορετική από εκείνη που αποπειράθηκε να ξεκινήσει.
Το συνέδριο στο Ταλίν. Στα μέσα του ίδιου μήνα ο υπουργός Δικαιοσύνης αποφάσισε να μη λάβει μέρος η χώρα στο διεθνές συνέδριο στο Ταλίν για τα εγκλήματα ναζισμού και κομμουνισμού. Η πολιτική αντιπαράθεση για μέρες διεξαγόταν με φρασεολογία εικοστού αιώνα. Η μεν ΝΔ κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ για σταλινισμό, ο δε ΣΥΡΙΖΑ κατέτασσε τη ΝΔ στην Ακροδεξιά.
Η ερμηνεία των γαλάζιων γι’ αυτούς τους δογματικούς πολέμους που κηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι επιδιώκει να «μπετονάρει» τη βάση του, βλέποντας τη δημοσκοπική του στασιμότητα. Η συγκεκριμένη ανάγνωση, ωστόσο, είναι πρώτου επιπέδου. Και παραβλέπει πως τις περισσότερες φορές τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, με πρώτο τη ΝΔ, πέφτουν στην παγίδα της αλλαγής θεματολογίας.
Εκτός άλλωστε από τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως στρέφεται και εναντίον της ΔΗΣΥ. Εισάγοντας στο Κοινοβούλιο νομοσχέδια με «προοδευτικό πρόσημο» αποβλέπει, λένε κάποιοι, στο να εξωθεί την Κεντροαριστερά να παρουσιάζεται ως φυσικός του σύμμαχος. Με απώτερο, φυσικά, στόχο την κοινή τους εκλογική δεξαμενή. Η συριζαϊκή στρατηγική μοιάζει κάπως μακιαβελική. Αγνοεί, πάντως, μία από τις ρήσεις του αποκαλούμενου και πατέρα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης: ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλεις, αλλά δεν τελειώνει όταν θέλεις.