Εχει απειλήσει με «ολική καταστροφή» τη Βόρεια Κορέα. Εχει απειλήσει να «σχίσει» τη συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Εχει αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Μόλις προχθές ανακοίνωσε επίσης την αποχώρηση των ΗΠΑ από την UNESCO, με το επιχείρημα της «αντιισραηλινής στάσης», ανοίγοντας τον δρόμο στο Ισραήλ να πράξει το ίδιο. Εχει υποσχεθεί να «ξαναχτίσει έναν στρατό πιο ισχυρό από ποτέ». Η αμερικανική Γερουσία μόλις υιοθέτησε έναν προϋπολογισμό ύψους 692 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το Πεντάγωνο το 2018, λίγο – πολύ ισοδύναμο των 696 δισεκατομμυρίων που ενέκρινε η Βουλή, κατά 100 δισεκατομμύρια υψηλότερο σε σύγκριση με το 2016, τελευταία χρονιά της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα. Και μέρα παρά μέρα προβαίνει σε κάποια εμπρηστική δήλωση. Προ ημερών ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μπομπ Κόρκερ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, τον κατηγόρησε πως αντιμετωπίζει το αξίωμά του «σαν ένα ριάλιτι σόου», και πως οι απειλές που εξαπολύει αψήφιστα εναντίον άλλων χωρών μπορεί να θέσουν τις ΗΠΑ «στον δρόμο προς τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Το ερώτημα τίθεται πλέον αβίαστα: μας πάει ο Ντόναλντ Τραμπ σε πόλεμο;
Αφού πέρασε μήνες εκτοξεύοντας απειλές, αλλά και δεχόμενος πιέσεις να μην τις πραγματοποιήσει, ο αμερικανός πρόεδρος αναμενόταν να «ξεκαθαρίσει» χθες το βράδυ τη στάση του έναντι του Ιράν. Αξιωματούχοι με γνώση των προθέσεών του προανήγγειλαν πως επρόκειτο να καταγγείλει μεν την Τεχεράνη για μη συμμόρφωση με τη συμφωνία όσον αφορά το πυρηνικό της πρόγραμμα χωρίς όμως να ζητήσει (ακόμη) από τις ΗΠΑ να την εγκαταλείψουν. Σύμφωνα πάντα με τις πηγές αυτές, ο Τραμπ επρόκειτο να επιβάλει νέες κυρώσεις στην ιρανική Φρουρά της Επανάστασης, να προτείνει μέτρα τιμωρίας της Τεχεράνης για το πρόγραμμα των βαλλιστικών πυραύλων της και να ζητήσει από το Κογκρέσο να τροποποιήσει τον υπάρχοντα νόμο προβλέποντας αυτόματη επιβολή κυρώσεων και ενδεχομένως αμερικανική έξοδο από τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, σε περίπτωση μελλοντικών ιρανικών παραβάσεων. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εξέφραζαν προκαταβολικά ανακούφιση καθώς η ομιλία του αμερικανού προέδρου στον Λευκό Οίκο δεν έμοιαζε να συνιστά άμεση ακύρωση της συμφωνίας που υπογράφηκε, με πολύ κόπο, το 2015. Οι περισσότεροι αναλυτές, εντούτοις, έβλεπαν σε αυτή τη «νέα, σκληρότερη στρατηγική» του Τραμπ έναντι του Ιράν την αρχή μιας περιόδου μεγάλης ανησυχίας. Και το ερώτημα παρέμενε: προς τι αυτή η θεαματική ενίσχυση του προϋπολογισμού του Πενταγώνου, τη στιγμή που οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ είναι ήδη υψηλότερες από εκείνες των 15 άλλων μεγαλύτερων στρατών του κόσμου μαζί;
Προεκλογικά, ο Τραμπ είχε δεσμευτεί να καταργήσει το sequester, όρος που περιγράφει το ανώτατο όριο που είχε επιβληθεί διά νόμου το 2011 στις στρατιωτικές δαπάνες: βάσει του Budget Control Act, ο προϋπολογισμός για την άμυνα δεν έπρεπε να ξεπεράσει τα 609 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018, συμπεριλαμβανομένων 60 δισ. για τις εξωτερικές επιχειρήσεις. Αποφασίζοντας παρέκκλιση άνω των 80 δισ., το Κογκρέσο δεν κατήργησε επισήμως τον νόμο -το συντηρητικό θινκ τανκ American Entreprise Institute, ωστόσο, υπολόγισε πως για «να εφαρμοστεί το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ» απαιτούνται επιπλέον 250 – 300 δισ. δολάρια σε βάθος τετραετίας.
Με αυτά τα χρήματα ο Τραμπ θέλει να ενισχύσει τον Στρατό Ξηράς με 60.000 άνδρες, φτάνοντας τους 540.000. Θέλει επίσης να εξοπλίσει το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό με 78 νέα πλοία, ανεβάζοντας τον στόλο του από τα 272 στα 350 πλοία μέχρι το τέλος της θητείας του, κάτι που σημαίνει επιπλέον 50.000 στρατιωτικούς στους 330.000 ήδη υπάρχοντες. Ο αμερικανός πρόεδρος σχεδιάζει επίσης να ενισχύσει την αμερικανική Πολεμική Αεροπορία με περίπου 100 μαχητικά αεροσκάφη, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό τους στα 1.200 (σε σύνολο 2.000 αεροσκαφών κάθε είδους), και το προσωπικό της κατά 317.000 έως 360.000 άνδρες. Θέλει τέλος να ενδυναμώσει το σώμα των Πεζοναυτών εξοπλίζοντάς το με 36 τάγματα σε ενεργό υπηρεσία, έναντι 24 σήμερα, κάτι που σημαίνει στρατολόγηση 10.000 – 12.000 στρατιωτών. Στον προϋπολογισμό του, το Κογκρέσο έχει ήδη προβλέψει την απόκτηση 94 αεροσκαφών F-35 (24 περισσότερα από όσα ζητούσε ο Λευκός Οίκος για το 2018) και 13 πολεμικών πλοίων (5 περισσότερα). Παράλληλα, ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας Αντιπυραυλικής Αμυνας θα αυξηθεί κατά 8%.
Δικαιολογεί η κατάσταση των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων αυτόν τον επανεξοπλισμό; αναρωτιέται ο Φιλίπ Ζελί στη «Figaro». Η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ είναι αναμφισβήτητη, επισημαίνει ο ίδιος, παρόλα αυτά, οι στρατιωτικοί ιθύνοντες παραπονούνται εδώ και καιρό για υποβάθμιση τόσο των εξοπλισμών τους όσο και του επιπέδου προετοιμασίας των δυνάμεών τους –συνέπεια όπως λένε των ετών ισχνών αγελάδων που επέβαλε το sequester. Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, το συντηρητικό θινκ τανκ Heritage Foundation, το οποίο ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό το στρατιωτικό πρόγραμμα του Τραμπ, εκτιμά πως «οι ΗΠΑ δεν έχουν τις απαραίτητες δυνάμεις ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά δύο περιφερειακές συγκρούσεις ταυτόχρονα. Κινδυνεύουν λοιπόν να βλέπουν τα συμφέροντά τους να απειλούνται ολοένα και περισσότερο και την παγκόσμια τάξη που επέβλεπαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να γκρεμίζεται». Μένει να φανεί αν ο Τραμπ εκτιμά αυτή την αμερικανική «παγκόσμια τάξη». Γιατί κάπου εδώ προκύπτει ένα ακόμη ερώτημα: συνοδεύεται ο «τραμπισμός» από ένα στρατιωτικό δόγμα;