Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας δήλωσε το βράδυ της Παρασκευής ότι είναι εξαιρετικά ανησυχητικό το γεγονός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εγείρει και πάλι ζητήματα που διευθετήθηκαν όταν υπογράφθηκε η διεθνής συμφωνία για τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, μετέδωσε το ρωσικό πρακτορείο RIA.

Σύμφωνα με τον Ριαμπκόφ, η Μόσχα θεωρεί ότι πλέον βασικό έργο της είναι να αποτρέψει την κατάρρευση της συμφωνίας. Κάλεσε επίσης όλες τις πλευρές να παραμείνουν δεσμευμένες στη συμφωνία.

Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, σχολιάζοντας τη στάση του Τραμπ απέναντι στο Ιράν, υπογράμμισε ότι η επιθετική, απειλητική ρητορική δεν έχει θέσεη στη διεθνή διπλωματία. “Τέτοιες μέθοδοι είναι καταδικασμένες να αποτύχουν”, πρόσθεσε στην ανακοίνωση που εξέδωσε.

Η Μόσχα εξέφρασε επίσης τη λύπη της για το γεγονός ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν επιβεβαίωσε ότι η Τεχεράνη τηρεί τα συμπεφωνημένα, ωστόσο πιστεύει πως η ενέργεια αυτή δεν θα έχει άμεσες επιπτώσης στην εφαρμογή της συμφωνίας.

Το υπουργείο υπογράμμισε ότι το Ιράν συμμορφώνεται πλήρως με τη συμφωνία και ότι η στάση του Τραμπ δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα της. Όποια και αν είναι η στάση των ΗΠΑ, δεν θα υπάρξει επιστροφή στην επιβολή κυρώσεων από τα Ηνωμένα Έθνη σε βάρος του Ιράν, προειδοποίησε.

Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης είναι μία από τις χειρότερες που υπήρξαν, είχε δηλώσει νωρίτερα ο Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαιώνοντας ότι δεν θα επικυρώσει εκ νέου τη συμφωνία.

Επιπλέον, ο Αμερικανός ηγέτης κατήγγειλε τη συμπεριφορά της «ιρανικής δικτατορίας», την οποία θεωρεί ως έναν από τους βασικούς «υποστηρικτές της τρομοκρατίας» στον κόσμο.

Η Τεχεράνη «σπέρνει τον θάνατο, την καταστροφή και το χάος σε ολόκληρο τον κόσμο» και «η επιθετικότητα της ιρανικής δικτατορίας συνεχίζεται έως σήμερα» τόνισε ο πρόεδρος των ΗΠΑ από τον Λευκό Οίκο.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα επιβληθούν «σκληρές κυρώσεις» σε βάρος των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ακυρώσουν μονομερώς τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015 μεταξύ του Ιράν και των μεγάλων δυνάμεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, διαμήνυσε η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι, αντιδρώντας στην απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να μην την επικυρώσει.

«Δεν μπορούμε, ως διεθνής κοινότητα, να διαλύσουμε μια συμφωνία για τα πυρηνικά που λειτουργεί», είπε η Μογκερίνι, η οποία προήδρευε στα τελευταία στάδια των καθοριστικών συνομιλιών που οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας.

«Αυτή η συμφωνία δεν είναι μια διμερής συνθήκη… Η διεθνής κοινότητα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί της, έχει δηλώσει με σαφήνεια ότι η συμφωνία ισχύει και θα συνεχίσει να ισχύει», τόνισε μιλώντας σε δημοσιογράφους.

Η Μογκερίνι πρόσθεσε ότι μίλησε με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον αμέσως μετά την ομιλία του Τραμπ.

Ο πρόεδρος του Ιράν Χασάν Ροχανί πρόκειται να απαντήσει σύντομα, με τηλεοπτικό διάγγελμα, στην ομιλία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη νέα στρατηγική του έναντι της Τεχεράνης, όπως έγινε γνωστό από επίσημη πηγή.

Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου χαιρέτισε την «θαρραλέα απόφαση» του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να μην επικυρώσει εκ νέου τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.

«Συγχαίρω τον πρόεδρο Τραμπ για την θαρραλέα απόφαση που έλαβε να αντιμετωπίσει το τρομοκρατικό καθεστώς του Ιράν» επισήμανε ο Νετανιάχου σε ένα βιντεοσκοπημένο μήνυμα στα αγγλικά που προβλήθηκε λίγο μετά την ομιλία του Αμερικανού ηγέτη.

Ο Τραμπ δημιούργησε μια ευκαιρία να διορθώσουμε αυτήν την κακή συμφωνία, να μειώσουμε την επιθετικότητα του Ιράν και να αντιμετωπίσουμε την εγκληματική υποστήριξή του στην τρομοκρατία, υπογράμμισε ο επικεφαλής της ισραηλινής κυβέρνησης.

Η Σαουδική Αραβία χαιρέτισε τη νέα στρατηγική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν, υποστηρίζοντας ότι η άρση των κυρώσεων επέτρεψε στην Τεχεράνη να αναπτύξει το βαλλιστικό πρόγραμμά της και να εντείνει την υποστήριξη που παρέχει σε μαχητικές οργανώσεις, μετέδωσε το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο SPA.

Σύμφωνα με το Ριαντ, το Ιράν επωφελήθηκε από τα επιπρόσθετα έσοδα που απέκτησε για να στηρίξει τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου αλλά και τους αντάρτες Χούτι στην Υεμένη.