Το μαχαίρι, το ματωμένο τσεκούρι, ο κλειδωμένος στο υπόγειο πατέρας, οι φωνές, τα αμυντικά τραύματα, το κορίτσι με τα ράστα, οι φωτογραφίες στο Ινσταγκραμ, το τελευταίο μήνυμα. Αν αποσυνθέσεις την προχθεσινή τραγωδία στο Μαρκόπουλο, με αυτά που θα μείνουν δεν θα μπορείς να την ξαναφτιάξεις. Δεν υπάρχει άξονας, σχέση αιτίου και αιτιατού, πάθος που να δίνει ένταση στο δράμα, κίνητρα που να δημιουργούν σασπένς. Ούτε καν η τραγική ειρωνεία της κακιάς στιγμής μέσα σε μια καλή ζωή. Μόνο μακροχρόνια θύματα κατά λάθος υπάρχουν. Και, όπως λένε οι μέχρι τώρα αναφορές, ένα σπίτι γεμάτο ψυχοφάρμακα. Δεν μπορεί να γίνει τραγούδι σαν το «Καημένε Αθανασόπουλε» ή το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο (Κοεμτζή)». Δεν είναι μια τραγωδία «μακριά από ‘μας». Μπορεί οι συνθήκες της να εκκολάπτονται σιωπηλά δίπλα μας. Στο γειτονικό, συγγενικό, φιλικό σπίτι. Ή στο δικό μας. Και αυτή ακριβώς είναι η δική της φρίκη.
Μια οικογενειακή τραγωδία σε μια κοινωνία που μετασχηματίζεται βίαια. Μαζί της και η οικογένεια σαν ένα μικροπεριβάλλον που δεν μπορεί πλέον να απορροφήσει τους κραδασμούς, να διαχειριστεί τις εντάσεις και τα αδιέξοδα των μελών της. Βενζοδιαζεπίνες, κουετιαπίνες και λοιπά συναφή σε συρτάρια, ντουλάπια, τσαντάκια –πιο συχνά για να κουκουλωθεί το πρόβλημα παρά για να αντιμετωπισθεί. Να μην το ακούσει ο γείτονας, να μην το μάθει ο φίλος, να μην το αντιληφθεί ο συγγενής. Ανθρωποι – «βόμβες» σε ένα περιβάλλον που η αισιοδοξία έχει γίνει ο ψυχαναγκασμός του Yolo, η «θετική ενέργεια» ποπ συναυλία και το «αγάπη μόνο» παραμορφωμένα δάχτυλα που προσπαθούν να σχηματίσουν καρδούλες. Και εν τω μεταξύ, όλο και πιο συχνά τελευταία, γονείς σκοτώνουν τα παιδιά.