Η ελληνική οικονομία το 2014 είχε μια μεγάλη ευκαιρία. Οπως δείχνουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, πήγε χαμένη και κάπως έτσι το 2017, σε όρους ανάπτυξης, γυρίζουμε εκεί που είχαμε βρεθεί το 2014.
Ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ Θάνος Θανόπουλος ανακοίνωσε χθες τις νεότερες εκτιμήσεις αναφορικά με την πορεία του ΑΕΠ την τελευταία τριετία, σύμφωνα με τις οποίες το 2014 καταγράφηκε ρυθμός ανάπτυξης 0,7%. Το σκηνικό γύρισε σε ύφεση 0,3% το 2015 και επιπλέον 0,2% (αντί για μηδενική μεταβολή σύμφωνα με τις προηγούμενες εκτιμήσεις) το 2016, στα απόνερα μιας «περήφανης διαπραγμάτευσης» η οποία έφερε τη χώρα στα πρόθυρα του Grexit.
Τις διαπιστώσεις της ΕΛΣΤΑΤ ακολούθησαν οι προβλέψεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. Ο γενικός διευθυντής Νίκος Βέττας εκτίμησε ότι φέτος ο ρυθμός ανάπτυξης θα κυμανθεί πέριξ του 1,3% –στο μισό σε σχέση με την αρχική εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για 2,7% και μισή μονάδα χαμηλότερα από τον αναθεωρημένο στόχο –σημειώνοντας πως από το 2015 έως σήμερα υπάρχει σταδιακή επούλωση των πληγών που δημοψηφίσματοςκαι ύστερα από δύο χρόνια στασιμότητας πλέον «είμαστε περίπου στα επίπεδα του 2014».
Το μέλλον αβέβαιο. Η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,4% το 2018 κρίνεται «φιλόδοξη» από το ΙΟΒΕ και τα καμπανάκια ηχούν για το ενδεχόμενο συγκυριακής βελτίωσης αν δεν μεσολαβήσουν οι δομικές αλλαγές που κρίνονται απαραίτητες για την ελληνική οικονομία.
ΣΥΓΚΥΡΙΑΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ. «Με το που υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, θεωρούμε ότι πρόκειται για επιβράβευση κάποιων προσπαθειών, που εν μέρει είναι, αλλά εντέλει η βελτίωση αποδεικνύεται συγκυριακή. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν δεν είχε αυξηθεί τόσο η τουριστική κίνηση λόγω δυσμενών εξελίξεων σε γειτονικές χώρες» τόνισε ο Νίκος Βέττας, προσθέτοντας ότι η ανάπτυξη που καταγράφεται στην τρέχουσα περίοδο δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση και έναρξη ενός ενάρετου κύκλου, παρά μόνο υπό όρους μεταρρυθμίσεων.Φιλόδοξος χαρακτηρίζεται από το ΙΟΒΕ και ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018, με την επισήμανση πως δεν συνυπολογίζεται πλήρως το γεγονός ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η επιβάρυνση μέσω του ασφαλιστικού συστήματος συμπιέζουν εισοδήματα και φορολογική βάση.
Αν εξεταστεί πάντως από την πλευρά της παραγωγής η προσέγγιση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι οι φόροι επί των προϊόντων ήταν πέρυσι η μοναδική αυξημένη συνιστώσα. Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκε από τα 279,3 δισ. ευρώ σε 272,8 δισ. ευρώ (μεταξύ 2015 και 2016), η ενδιάμεση ανάλωση από τα 123,6 δισ. ευρώ προσγειώθηκε στα 120,9 δισ. ευρώ, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία από τα 155,7 δισ. ευρώ σε 151,8 δισ. αλλά οι φόροι επί των προϊόντων έκαναν άλμα από τα 22,2 στα 24,1 δισ. ευρώ.
Σχολιάζοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, πηγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνιζαν χθες ότι επί της προηγούμενης κυβέρνησης με κορμό τη Νέα Δημοκρατία η ύφεση 9,1% του 2011 μετατράπηκε σε ανάπτυξη 0,7% σε δύο χρόνια. «Αντίθετα, τη διετία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η ανάπτυξη 0,7% έγινε ύφεση 0,2%. Και σήμερα, ύστερα από 3 χρόνια οπισθοχώρησης, ζημιά 100 δισ. ευρώ και μέτρα 14,5 δισ. ευρώ, ο “Πρωθυπουργός των φόρων” πανηγυρίζει εάν πιάσουμε τον μισό ρυθμό ανάπτυξης από όσο θα είχαμε αν δεν είχε κυβερνήσει ο ίδιος».
«ΑΠΙΘΑΝΗ Η ΚΑΘΑΡΗ ΕΞΟΔΟΣ». Την ίδια ώρα, σε έκθεσή της η HSBC σημειώνει πως μια καθαρή έξοδος από το Μνημόνιο το επόμενο έτος φαίνεται «απίθανη» δεδομένου ότι η πρόοδος στην περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους έχει σταματήσει, ενώ και οι προοπτικές ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είναι πολύ χαμηλές. Η ελβετική τράπεζα εκτιμά πως η αβεβαιότητα γύρω από την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος καθώς και η ολοκλήρωση του προγράμματος είναι ακόμη υψηλή, δεδομένης της στάσης του ΔΝΤ για το χρέος και τις τράπεζες, την αβεβαιότητα γύρω από τη στάση της νέας γερμανικής κυβέρνησης, τη σχετική έλλειψη παράδοσης από την Ελλάδα αναφορικά με την ικανοποίηση των προαπαιτουμένων, καθώς και την πιθανότητα μεγαλύτερης λιτότητας εξαιτίας των υψηλών δημοσιονομικών στόχων.