Καταγγελίες από καταναλωτές – οι οποίοι διαμαρτύρονται για κατασχέσεις που πραγματοποιεί το Δημόσιο σε συνταξιοδοτικούς-ακατάσχετους κοινούς λογαριασμούς, που τηρούν με άλλους συνδικαιούχους – έχει δεχθεί το τελευταίο διάστημα η Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ).
Αυτό αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση της οργάνωσης των καταναλωτών, όπου σημειώνεται ότι ο Δημόσιο επικαλείται ως λόγο, σύμφωνα με τις καταγγελίες των πολιτών, ότι τα χρηματικά ποσά που κατάσχονται από τραπεζικούς λογαριασμούς τεκμαίρεται ότι ανήκουν κατ’ ίσα μέρη στους δικαιούχους. Άρα, ακόμα και αν ο δικαιούχους του μισθού ή της σύνταξης δεν οφείλει στο Δημόσιο, μόνο ένα μέρος αυτής προστατεύεται, εφόσον υπάρχει ή υπάρχουν άλλοι συνδικαιούχοι του λογαριασμού που οφείλουν στο Δημόσιο. Επιπροσθέτως η ΕΚΠΟΙΖΩ σημειώνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κατάσχεται όλο το ποσό του κοινού λογαριασμού, ο οποίος είναι ακατάσχετος για τον πρώτο δικαιούχο.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ καλεί την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) να μην υιοθετεί τέτοιες πρακτικές που είναι «επικίνδυνες για τη διαφύλαξη ζωτικής σημασίας δικαιωμάτων των συμπολιτών μας».
Καλεί επίσης τη ΑΑΔΕ να απέχει από αυτές τις ενέργειες τηρώντας τη νομοθεσία και σεβόμενη τα δικαιώματα των πολιτών και ενθαρρύνει τους καταναλωτές που αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα να υποβάλουν τις καταγγελίες τους στις οργανώσεις των καταναλωτών.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ υπενθυμίζει ότι η νομοθεσία ορίζει τα εξής:
Οι μισθοί και οι συντάξεις (και τα επιδόματα) είναι ακατάσχετες, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε’ του ΚΕΔΕ, όπως ισχύει. Επίσης, κάθε πολίτης μπορεί να δηλώσει έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό, σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα, στον οποίον θα μπορεί να καταθέτει ποσά ακατάσχετα μέχρι του ορίου των 1.250 ευρώ, ανεξάρτητα αν αυτά προέρχονται από μισθούς, συντάξεις ή π.χ. αποταμιεύσεις (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΕΔΕ). Όταν υπάρχει λογαριασμός μισθοδοσίας ή συνταξιοδοτικός, τότε μόνο αυτός μπορεί να δηλωθεί ως ο «ακατάσχετος» λογαριασμός.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν.5638/1932 «… κατάσχεση της κατάθεσης επιτρέπεται, έναντι όλων των κατασχόντων, τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ ίσα μέρη».
Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει η ΕΚΠΟΙΖΩ, «τα δύο παραπάνω άρθρα όχι μόνο δε συγκρούονται, αλλά ρυθμίζουν τελείως διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Το άρθρο 4 Ν.5638/1932 θεσπίστηκε προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα του συνδικαιούχου που έχει χρέη σε πιστωτή (εδώ στο Δημόσιο) που προβαίνει σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου (της τράπεζας) και όχι για να ανοίξει την πίσω πόρτα της κατάσχεσης ακατάσχετων απαιτήσεων, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις.
Έτσι, λοιπόν, ακόμα κι αν μία σύνταξη, που είναι ακατάσχετη από το Δημόσιο μέχρι του ποσού των 1.000 ευρώ και κατά 50% από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ, έχει κατατεθεί σε κοινό λογαριασμό, όπου ο άλλος συνδικαιούχους οφείλει στο Δημόσιο, ακόμα και αν τεκμαίρεται ότι ως ποσό ανήκει κατά 50% σε εκείνον, δεν παύει να έχει το χαρακτήρα της ακατάσχετης σύνταξης. Επομένως, απαγορεύεται η κατάσχεσή της. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ένας λογαριασμός έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος. Είτε ανήκει εξ ολοκλήρου στον έναν από τους δύο συνδικαιούχους είτε, λόγω του τεκμηρίου, κατά 50% στον καθένα, δεν παύει να είναι ακατάσχετος μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ. Δηλαδή, είτε ισχύει το παραπάνω τεκμήριο είτε όχι, τα ακατάσχετα ποσά του άρθρου 31 ΚΕΔΕ δε χάνουν τον ακατάσχετο χαρακτήρα τους και προστατεύονται εξ ολοκλήρου».