Με τον θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη μεγαλώνει η ομάδα των φευγάτων της θεατρικής μας Αναγέννησης. Καμπανέλλης, Περγιάλης, Καρράς, Ζιώγας, Ευθυμιάδης, Τσικληρόπουλος, Κεχαΐδης, Μάτεσις, Μουρσελάς έχουν περάσει πια στην περιοχή της μνήμης μας και της ευγνωμοσύνης. Γιατί αυτή η γενιά μεγάλωσε μέσα στην Κατοχή και στον Εμφύλιο και κλήθηκε από την ιστορία των ιδεών και των μορφών του θεάτρου να αποτυπώσει τα τραύματά της. Για τα νέα τρομερότερα τραύματα σε μια σειρά τραυματικών περιόδων της ελληνικής ιστορίας από την ίδρυση της νέας κρατικής οντότητας το 1825.
Κάποτε σ’ ένα διεθνές συνέδριο ένας υπερφίαλος γερμανός συνάδελφος σε μια παρέμβασή του διεκδίκησε για λογαριασμό της Ευρώπης τη διαχείριση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αφού χάρη στους ευρωπαίους λογίους διασώθηκε, σχολιάστηκε και τροφοδότησε την παγκόσμια παιδεία. Σηκώθηκα και του απάντησα πως αυτός πολιτισμικώς είναι ριζικά δικός μας, για τον απλούστερο λόγο πως αποτυπώνει τα λάθη, τα εγκλήματα, τις αποτυχίες του λαού μας, πράγμα για το οποίο βεβαιώνω πως ως παράδοση και ήθος το συνεχίσαμε στα ελληνιστικά χρόνια, στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία και σ’ όλη τη διάρκεια του ελεύθερου ως κράτος νέου βίου μας!
Εξάλλου το ίδιο θα μπορούσαν να βεβαιώσουν και άλλοι σύνεδροι για τις δικές τους πληγές. Οι Αγγλοι φέρνοντας ως παράδειγμα τον Σαίξπηρ, οι Γάλλοι τον Ρακίνα και τον Καμί, οι Ρώσοι τον Γκόγκολ και τον Τσέχοφ, οι Γερμανοί τον Σίλερ και τον Μπρεχτ, οι Ιταλοί τον Μακιαβέλι και τον Πιραντέλο, οι Αμερικανοί τον Τ. Ουίλιαμς και τον Αρθουρ Μίλερ.
Κι άλλες φορές από αυτή τη θέση έχω τονίσει πως όσο πιο βαθιά ένας ποιητής, πεζογράφος ή θεατρικός συγγραφέας βυθίζει το νυστέρι του στις ρίζες του τόσο περισσότερο διεθνώς αναγνωρίζεται.
Σκεφτείτε πως οι βαθιές πληγές του αμερικανικού Νότου που φέρει ο Τενεσί Ουίλιαμς ενδιαφέρουν τον Ιάπωνα και πως ο βαθύτατα ρώσος ορθόδοξος χριστιανός Ντοστογέφσκι ενδιαφέρει τον πολίτη του Κεντάκι!
Ετσι μια ομάδα 15 πάνω κάτω συγγραφέων μετά τον Καμπανέλλη (ήδη μέτρησα δυστυχώς εννέα νεκρούς) άνοιξαν με νυστέρι τους όγκους της παθογένειας του τόπου μας και κατέθεσαν τη μαρτυρία τους, τη διάγνωσή τους.
Ενας από αυτούς ήταν η Λούλα Αναγνωστάκη. Και δεν εξηγεί την κατάθεσή της μόνο το γεγονός πως υπήρξε αδελφή ενός μείζονος μάρτυρα της εποχής του, του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Το γεγονός πως ο σημαντικός αυτός μεταπολεμικός ποιητής, καταδικασμένος σε θάνατο από τα στρατοδικεία του Εμφυλίου σώθηκε τελικά για να μαρτυρήσει για τα αίτια της ήττας, όχι μιας παράταξης, της ήττας ενός λαού να διαχειριστεί τις τύχες του και να χτίσει ένα άλλο μέλλον (ένα σύνδρομο όπως προείπα, που μας ακολουθεί σαν κατάρα από την αρχαιότητα _ εμείς κυνηγήσαμε έως τον τάφο τον Θεμιστοκλή, τον Μιλτιάδη, τον Σωκράτη, τον Παπαφλέσσα, τον Καποδίστρια, τον Τρικούπη, τον Βενιζέλο, τον Δραγούμη, τον Βελουχιώτη, τον Μπελογιάννη, τον Λαμπράκη, την Ελένη Παπαδάκη).
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ενίσχυσε την οξυδέρκεια ενός νέου κοριτσιού να βλέπει την ήττα της γενιάς του, την καταβύθιση στο πηγάδι του μίσους και της καχυποψίας και του τρόμου και της ανασφάλειας και να γράφει θέατρο αιμάσσουσας αυτογνωσίας.
Είχα τη μεγάλη τύχη να παρευρίσκομαι στην πρεμιέρα των τριών μονοπράκτων που ανέβασε ο Κουν στο μυθικό υπόγειο του Αρσακείου. Είχα βιώσει στο πετσί μου τον Εμφύλιο. Στην πόλη όπου μεγάλωσα με πατέρα εξόριστο και με τις εμφύλιες σφαίρες να ανταλλάσσονται κάθε βράδυ στις παρυφές των συνοικιών, με έναν παράφρονα φανατικό βασιλικό επίτροπο που έστελνε κάθε μέρα ντουζίνες στο εκτελεστικό απόσπασμα με χώρο εκτελέσεων το νεκροταφείο της πόλης, ζούσα σ’ ένα ισόγειο που στη γωνία του είχε χτιστεί ένα τσιμεντένιο φυλάκιο, όπου κάθε νύχτα ώριμοι συμπολίτες μου ξημέρωναν βωμολοχώντας υπερασπιζόμενοι τα ιδεώδη των κρατούντων.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν το σοκ που υποστήκαμε οι νέοι τότε της γενιάς μου με ανάλογες εμπειρίες βλέποντας στη σκηνή με λόγο καίριο και σχεδόν ποιητική γύμνια εικόνων ό,τι αποτελούσε τους εφιάλτες μας, τις πληγές μας.
Κουβαλούσαμε, όπως η Λούλα Αναγνωστάκη, την Κατοχή. Είχαμε δει καμμένα τα σπίτια μας, εκτελεσμένους τους γειτόνους μας, τις αρρώστιες χωρίς φάρμακα και συχνά την πείνα. Είχαμε μάθει κουτσά γράμματα σε σχολεία που είχαν γίνει φυλακές και πλατείες χώροι συγκέντρωσης κρατουμένων. Και αργότερα στον Εμφύλιο είχαμε παίξει σε αλάνες όπου γύρω – γύρω καρφωμένα σε κάγκελα αυλών ήταν κεφάλια κομμένα ανταρτών.
Η Αναγνωστάκη έξυνε πληγές, αναμόχλευε μνήμες ματωμένες, μιλούσε για τη βία χωρίς πρόσωπο και για προσωπεία μίσους και συνάμα για αλληλεγγύη και ανθρωπιά που ισορροπούσε σε τεντωμένο σκοινί. Ιδιαίτερα το μονόπρακτο «Η πόλη» για μερικά φανατικά για γράμματα παιδιά που μαζί με την Αναγνωστάκη, τον Κατσαρό, ανακαλύπταμε τον Καβάφη και τη δική του πόλη, που μας ακολουθούσε και μας ακολουθεί. Και τα «Τείχη» βέβαια.
Ηταν τότε η εποχή των αγώνων για το Κυπριακό, το 1-1-4, η δολοφονία του Λαμπράκη και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και πίσω από την πολιτική σκηνή που έπαιζε το δράμα του διχασμού, καιροφυλακτούσαν ο Παπαδόπουλος και η παρέα του. Και βγήκε στη σκηνή ενάμισι χρόνο μετά την τριλογία της Αναγνωστάκη.
Ετσι, για τη γενιά μου τα μονόπρακτα εκείνα ήταν σαν τον χρησμό του Τειρεσία και του Κάλχαντα. Το μήνυμα της Αναγνωστάκη λειτούργησε σαν τα «βήματα των πλησιαζόντων γεγονότων».
Και δεν ήταν μόνο ο Καβάφης και ο Αναγνωστάκης, ήταν και οι «αστοί» Σεφέρης και Ελύτης που μας προίκιζαν με σύμβολα τραυματικής ελληνικής διαχρονίας.
Ετσι, μια γενιά διανυκτέρευε χαζεύοντας τις παρελάσεις σε μια πολιορκημένη πόλη.
Είχα την τύχη να είμαι στην πρεμιέρα της «Συναναστροφής» στον εξώστη του Εθνικού δύο μέρες πριν από την 12η Απριλίου του 1967!
Νομίζω πως δεν υπάρχει στο παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο άλλο έργο που να προαναγγέλλει μια δικτατορία.
Ρώτησα, κάποτε τη Λούλα πώς αντιμετώπισε η χουντική λογοκρισία το έργο που υποχρεωτικά υπέβαλε ο Κουν στον συνταγματάρχη λογοκριτή. Η Λούλα με εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο αρχαίας κόρης μου είπε πως ο ηλίθιος δεν κατάλαβε ότι το μήνυμα ήταν η παράσταση η ίδια, αφού τότε όλοι ανταλλάσσαμε μηνύματα, ανέκδοτα που υπονόμευαν την εξουσία και συντηρούσαν τη ελπίδα. Ο Αντόνιο ήταν το κοινό κάθε βραδιάς.
Το 1978 ήρθε η «Νίκη», κατά τη γνώμη μου το αριστούργημα της Αναγνωστάκη. Κατόρθωσε με έναν λιτό, αναγνωρίσιμο μύθο να μας υπενθυμίσει πως το σχεδόν φυλετικό ελάττωμα με διαχρονική ισχύ είναι η διχόνοια από την εποχή της Ιλιάδας. «Μήνιν άειδε, θεά» ένας λαός θυμώδης, ευερέθιστος, επιπόλαιος, αισθηματίας, φιλότιμος και φιλοτομαριστής συνάμα επί αιώνες τρώει τις σάρκες του, τρώγεται με τον εαυτό του. Η πόλη τον ακολουθεί με τα πάθη της, την οργή της, τους τρόμους της και τα νιτερέσια της. Κάθε νίκη είναι μια ήττα, λέει η Αναγνωστάκη. Οι Θερμοπύλες έχουν μέσα τους το Μανιάκι.
Με την «Κασέτα» (1982) η Αναγνωστάκη έφτασε την αυτογνωσία μας στα έσχατα όρια, αφού αναγνώρισε πως μέσα σε κάθε επαναστατική μας απόφαση φωλιάζει μια συναισθηματική «παγίδα».
Με τον «Ηχο του όπλου» αφήνει τα αινίγματα της εθνικής μας αρρώστιας και γυρίζει στα αιώνια θέματα της θεατρικής παράδοσης και εκεί ανιχνεύει τα αίτια της παθογένειας του γένους. Αναλύει και αποκαλύπτει τα αδιέξοδα της ελληνικής οικογένειας και έτσι συνεχίζει πια με «Τα διαμάντια και μπλουζ» και «Το ταξίδι μακριά» για να φτάσει στον μονόλογο «Ο ουρανός κατακόκκινος», όπου εντοπίζει τον πυρήνα του κακού, τον έλληνα ατομικό άνθρωπο, αυτόν που από τον καιρό του Θουκυδίδη θητεύει στην ιδιωτεία και όταν πια κινδυνεύει, κανείς δεν τον ακούει πια.
Η Αναγνωστάκη μαζί με τους άλλους συγγραφείς της σκηνής της γενιάς της έκανε το καθήκον της, όπως ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Βυζάντιος, ο Χουρμούζης, ο Μένανδρος, ο Ξενόπουλος, ο Χορν, ο Καμπανέλλης και οι απόγονοί του.
Ολοι έγιναν ανατόμοι του έλληνα ανθρώπου που μέσα σε δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να κάνει τα ίδια λάθη, να έχει τα ίδια πάθη, να χτίζει την ίδια ασφαλή φωλιά του ως κάστρο απ’ όπου εκτοξεύει τα βέλη του εναντίον πάντων. Ο οιδιπόδειος και ο οδυσσειακός άνθρωπος, φυγάς θεόθεν και αλήτης (Εμπεδοκλής).