Μια μαυροφορεμένη γυναίκα με μαντίλα στο κεφάλι σπρώχνει την κούνια με το παιδί της μέσα σ’ ένα χιονισμένο ορεινό τοπίο. Δυο γυναίκες στέκονται μπροστά από βράχια σε μια ακτή και κοιτούν τα κύματα που μοιάζουν να σκάνε πάνω τους. Ενας καλοντυμένος άνδρας κραδαίνει στον αέρα δύο όπλα, ενώ μια παρέα γυναικών χορεύει δίπλα του με φόντο παλιά κτίρια. Εικόνες όπως αυτές, στιγμιότυπα της ζωής στα «αθέατα» Βαλκάνια τα τελευταία χρόνια, τραβηγμένα όλα από τον φωτογραφικό φακό του Θοδωρή Νικολάου, ταξίδεψαν μέχρι την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Η εφημερίδα «New York Times» δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα μια επιλογή από τα στιγμιότυπα του δημοσιογράφου και την ανθρώπινη περιπέτεια στη βαλκανική χερσόνησο.

Ο Νικολάου, με αφετηρία τη γενέτειρά του Χαλκίδα, ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια ένα οδοιπορικό με εφόδια την κάμερα και το ταλέντο του. Επιχειρώντας να αποτυπώσει στις εικόνες του την ταυτότητα των ανθρώπων της –άγνωστης εν πολλοίς –βαλκανικής χερσονήσου, πραγματοποίησε περισσότερα από 20 ταξίδια αναζητώντας πηγές έμπνευσης στις πόλεις, στα χωριά, ακόμα και τους καταυλισμούς Ρομά της ευρύτερης περιοχής. Με τη συνδρομή του Ιδρύματος Ωνάση, που του έδωσε χορηγία κατόπιν σχετικού αιτήματος, ο φωτογράφος επισκέφτηκε εννιά συνολικά χώρες κι «έγραψε» περισσότερα από 25.000 χιλιόμετρα.

Καθώς οι εικόνες διαδέχονταν η μια την άλλη, ο Νικολάου (ο οποίος κατά το παρελθόν ανήκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ»), συνέθεσε το παζλ της ανθρωπογεωγραφίας στη νοτιοανατολική πλευρά της Ευρώπης. Παράλληλα, βέβαια, οδηγήθηκε ασυνείδητα και σε μια αυτοανάλυση που τον βοήθησε να δει με άλλα μάτια τη βαλκανική ταυτότητα που χαρακτηρίζει και τον ίδιο ως έναν βαθμό. Στην πορεία της δημιουργικής οδύσσειάς του, έγινε αυτόπτης μάρτυρας γάμων, κηδειών, δυνατών προσωπικών στιγμών των ανώνυμων «πρωταγωνιστών» στις φωτογραφίες του. Κάποιοι του άνοιξαν μάλιστα τα σπίτια τους, επιτρέποντάς του να τους αποτυπώσει ευάλωτους αλλά εντελώς αληθινούς μέσα στον προσωπικό τους χώρο.

Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα που σε οδήγησε να ξεκινήσεις αυτή τη σειρά φωτογραφιών;

Πριν από τρία χρόνια βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα θεμελιώδες για μένα ερώτημα. Ή να εγκαταλείψω τη ζωή σε οποιαδήποτε πόλη για να μπορέσω να πάρω βαθιές ανάσες ή να συνεχίσω τη ζωή μου έτσι όπως την είχε καθορίσει η τύχη και η αναγκαιότητα. Η δειλία με απέτρεψε από την πρώτη επιλογή. Μια εσωτερική σύγκρουση από τη δεύτερη. Ετσι ανακάλυψα τη μέση οδό. Να φεύγω, να φεύγω, να φεύγω.

Τι θυμάσαι από το πρώτο ταξίδι; Ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν σ’ εκείνη την πρώτη εμπειρία;

Το πρώτο ταξίδι του πρότζεκτ ήταν στη Βόρεια Αλβανία πριν από τρία χρόνια. Και κάποια πράγματα δεν εξηγούνται με τη λογική. Το γιατί επέλεξα να βρεθώ εκεί ακόμη δεν το γνωρίζω. Ισως να μην το γνωρίσω ποτέ. Δεν θέλω να εκλογικεύσω τις επιλογές μου. Μου αρκεί το γεγονός πως βρέθηκα εκεί με όλη μου την καρδιά και γνώρισα τον Ανθρωπο και τον Τόπο (αν μου επιτρέπονται τα κεφαλαία). Οι εξηγήσεις ίσως είναι πολλές και σύνθετες. Οι μνήμες της γειτονιάς δίπλα από την Υψηλή Γέφυρα της Χαλκίδας όπου πέρασα τα πρώτα μου χρόνια, η ροπή των κατοπινών μου συναισθημάτων, η ανάγκη να ανακαλύψω την ταυτότητα και τις ρίζες μου, η αναζήτηση του γέλιου αλλά και του κλάματος που με αγγίζει, της ανθρωπιάς που νομίζω ότι χάνεται.

Γιατί κατά τη γνώμη σου διαφέρει η δική σου σειρά φωτογραφιών για τα Βαλκάνια από μια άλλη με την ίδια θεματική;

Δεν αισθάνομαι ο δημιουργός, αλλά ο φορέας αυτής της ιστορίας. Δεν νομίζω πως κάνω κάτι περισσότερο από το να φανερώνω μια ιστορία που ήδη υπάρχει. Κάθε άνθρωπος θα ήταν ικανός να καταγράψει τα Βαλκάνια με τη δική του μοναδική καρδιά και ματιά.

Συνδέεται η οπτική σου στις φωτογραφίες με μια συγκεκριμένη άποψη και στάση που έχεις για τη δημοσιογραφία του μέλλοντός μας;

Είχα στο μυαλό μου τη δημοσιογραφία σαν την όσο το δυνατό ισχυρότερη μάχη για την προσέγγιση της αλήθειας. Μιας αλήθειας που θα εξυπηρετεί τον άνθρωπο και τη φύση. Δυστυχώς, αυτή μου η άποψη με έφερε αντιμέτωπο με μια σκληρή πραγματικότητα. Με τα χρόνια έμαθα να την αντέχω, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πονάω.

Ποιο είναι το επόμενο στάδιο αυτής της δουλειάς για τα Βαλκάνια; Τι φιλοδοξείς να κάνεις μ’ αυτήνστο μέλλον;

Θα ήθελα να σεβαστώ στο μέγιστο τους ανθρώπους που στάθηκαν μπροστά μου. Οσους μου άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους, με κοίμησαν, μου έδωσαν νερό και φαγητό. Αυτούς που έκλαψαν μπροστά μου πενθώντας τους νεκρούς τους και αυτούς που μοιράστηκαν τη χαρά τους. Μακάρι το φωτογραφικό λεύκωμα που έχω στο μυαλό μου να φανεί αντάξιο της τιμής που μου πρόσφεραν.