Το όνομά της δεν λείπει ποτέ από τον διαχρονικό κανόνα της νέας δημοσιογραφίας, των δοκιμιακών μονογραφιών και των longform ρεπορτάζ που έθεσαν τον πήχη ψηλά για τις επόμενες γενιές. Η αμερικανίδα Τζόαν Ντίντιον των 83 ετών, που πρόσφατα αφέθηκε στον φακό ενός φωτογράφου μόδας για να γίνει Ηγερία της γαλλικής συλλογής Celine, εξακολουθεί να μη βγάζει τα μεγάλα μαύρα γυαλιά της παρακολουθώντας την επικαιρότητα με οξυμμένες αισθήσεις. Σε λίγες ημέρες μάλιστα θα γίνει ξανά μέρος της, καθώς αναμένεται η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ που γύρισε ο εξ αγχιστείας ανιψιός της Γκρίφιν Ντιουν για τη ζωή της.
Ο ηθοποιός αρχικά Γκρίφιν, ανιψιός του εκλιπόντος συζύγου της, Τζον Γκρέγκορι Ντιουν, είχε την τύχη να τη γνωρίσει από τα μέσα και το αποτέλεσμα αυτής της οικειότητας είναι το «Joan Didion: The Center Will Not Hold», που προβάλλεται στο Netflix. Σαν μια υπενθύμιση της λογοτεχνικής γραφής που διαθέτει η Ντίντιον, ο υπότιτλος προέρχεται από τη «Δευτέρα παρουσία» του Γέιτς (αγαπημένο ποίημα της ίδιας της συγγραφέως): «Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν/ Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη/ Τα πάντα γίνονται κομμάτια/ το κέντρο δεν αντέχει».
Μία από τις πιο αποκαλυπτικές στιγμές στο ντοκιμαντέρ είναι όταν η Ντίντιον περιγράφει ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, στην οποία συνάντησε ένα παιδί δύο ετών, εθισμένο ήδη στα ναρκωτικά. «Ηταν φλέβα χρυσού» λέει στην κάμερα του Ντιουν εξηγώντας με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια πως «ζεις για στιγμές όπως αυτή όταν κάνεις μία τέτοια δουλειά». Η ταινία περιλαμβάνει αρκετά αποσπάσματα από συζητήσεις μεταξύ της αμερικανίδας διανοούμενης και του σκηνοθέτη. Είναι μία ακόμη απόδειξη ότι η πνευματική της διαύγεια παραμένει ζωντανή μετά την απώλεια του συζύγου της, που έσβησε από καρδιακή ανακοπή το 2003, και της κόρης της Κιντάνα Ρου, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 39 ετών από οξεία παγκρεατίτιδα.
Η ΑΡΧΗ ΣΤΗ «VOGUE». «Κάποτε, σε μια εποχή ξηρασίας, έγραψα με μεγάλα γράμματα σε δύο σελίδες του σημειωματαρίου μου ότι η αθωότητα τελειώνει όταν κάποιος απογυμνώνεται από την ψευδαίσθηση πως του αρέσει ο εαυτός του». Ηταν η φράση με την οποία το 1961 η νεαρή Τζόαν Ντίντιον, γέννημα της δυτικής ακτής, απόφοιτη του Μπέρκλεϊ, ξεκινούσε το πρώτο της δοκίμιο ως επαγγελματίας δημοσιογράφος στην αμερικάνικη «Vogue» γεμίζοντας με τις λέξεις το κενό του κειμένου που ένας άλλος συγγραφέας δεν είχε προλάβει να παραδώσει στο γυναικείο περιοδικό. Γι’ αυτά τα δοκίμια της δημοσιογράφου που άδειαζε τα κείμενά της από λογοτεχνικές φιγούρες προκειμένου να γράψει καθαρά, απλά και ταυτόχρονα γοητευτικά μιλά στο ντοκιμαντέρ η σημερινή διευθύντρια της «Vogue» Αννα Γουίντουρ, βγάζοντας τα δικά της σκούρα γυαλιά, προφανώς για να εκφράσει την εκτίμησή της στη Ντίντιον.
Στην έρευνα του Ντιουν ο Χάρισον Φορντ μοιράζεται τις δικές του αναμνήσεις από το σπίτι του αγαπημένου ζεύγους Τζον Γκρέγκορι Ντιουν και Τζόαν Ντίντιον. Ο νεαρός τότε Φορντ είχε αναλάβει ως ξυλουργός διάφορες επισκευές στο σπίτι τους στην Καλιφόρνια και είχε αισθανθεί κατώτερος μέσα σε αυτό το περιβάλλον διανόησης. Σε αυτό το σπίτι άλλωστε η Ντίντιον υπέγραψε τα σημαντικότερα κείμενά της. Από εκεί παρακολούθησε την ανάδυση της αντικουλτούρας της Καλιφόρνιας γράφοντας για τη ζωή των χίπις στο Χέιτ Ασμπερι του Σαν Φρανσίσκο, τις δολοφονίες του Μάνσον, αλλά και τον εμφύλιο πόλεμο στο Ελ Σαλβαδόρ. Κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά πριν η ίδια τα συγκεντρώσει το 1968 στο «Slouching towards Bethlehem» («Βαδίζοντας προς τη Βηθλεέμ»).
Το κινηματογραφικό πορτρέτο της επιδραστικής κυρίας των αμερικανικών γραμμάτων αποκτά και πιο εσωτερικές αποχρώσεις. Κυρίως όταν η κάμερα εστιάζει στις δικές της ώρες στο νεοϋορκέζικο διαμέρισμά της καθώς κόβει προσεκτικά σε φέτες ένα αγγούρι για να κάνει ένα λεπτό σάντουιτς ή όταν δουλεύει απορροφημένη στον χώρο του γραφείου της και ένα αυθόρμητο γέλιο σπάει τη σιωπή της. Η Ντίντιον σήμερα είναι μία ηλικιωμένη μορφή που ξεφυλλίζει άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες από γάμους, ηλιόλουστες μέρες στην παραλία , ήσυχα απογεύματα που κύλησαν ανάμεσα σε πρόσωπα αγαπημένα, που διατηρεί σε τάξη μέσα στο διαμέρισμά της διάφορα αντικείμενα που για την ίδια έχουν κάποια επιπλέον σημασία. Το μότο της παραμένει το ίδιο: «γράφω για να μάθω τι σκέφτομαι».