Η τέχνη γεννήθηκε για να συμπληρώνει το έλλειμμα μεγαλείου της κάθε εποχής. Τον Θεόφιλο η εποχή του τον ύψωσε πατώντας τον.
Ετσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, ούτε αυτός άλλωστε θα μπορούσε να ζήσει με άλλον τρόπο. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Ο απροσάρμοστος που φτερούγισε στο όνειρο μέσα από την απόρριψη.
Η φύση έχει την τάση να συμπληρώνει τα κενά. Στην εποχή του η ανάγκη για δημιουργία είχε πολύ περιορισμένους ορίζοντες, ειδικά στην επαρχία, έτσι όλο το βάρος έπεφτε στη λαϊκή έκφραση. Ηταν φυσικό λοιπόν να εμφανιστεί κάποτε ένας Θεόφιλος. Μια καρικατούρα που θαρρείς πως κουβαλάει πάνω της όλο το δράμα της νεοελληνικής φαντασίωσης για μεγαλείο, το οποίο, μη δυνάμενο να πραγματοποιηθεί, ρίχνει αραξοβόλι στη μιζέρια, με τη διαφορά ότι η ανένταχτη φύση του Θεόφιλου γεννάει την υπέρβαση σαν απόδραση από τη θλιβερή πραγματικότητα, που γι’ αυτόν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας προμηθευτής ανεπεξέργαστων εικόνων.
Είμαι σίγουρος ότι εκτός από τον φόβο που του προκαλούσε η κοινωνική σκληρότητα την οποία αντιμετώπιζε από την πλευρά του κυνηγημένου, παράλληλα ένιωθε και μια βαθιά περιφρόνηση για τον άμεσό του χώρο. Για τους άλλους. Τους διαφορετικούς
Οταν πρωτοείδα τις φωτογραφίες του Θεόφιλου που μου έφερε ο φίλος Λάκης Παπαστάθης, στάθηκα σε μια που μου φάνηκε πως εξέπεμπε κάτι ιδιαίτερο. Τη μοναδική φωτογραφία με τη μάνα του. Αισθάνθηκα πως θα ήταν μια από τις ελάχιστες φορές στη ζωή αυτού του κυνηγημένου αγριμιού που θα ένιωσε ζεστασιά με την παρουσία ανθρώπου δίπλα του. Αυτός «ενδεδυμένος» το μεγαλείο του, ποζάρει ηρωικά χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Αυτή, καθιστή δίπλα του, αμήχανη, φαίνεται πως δεν μπορεί να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Ελάχιστοι άλλωστε στην εποχή του μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει με τον Θεόφιλο.
Τι να σκέφτεται άραγε η μάνα του; Τι να νιώθει; Χαρούμενη; Μάλλον όχι. Περήφανη; Μάλλον όχι. Ντροπιασμένη; Ούτε αυτό. Κάθεται κάπως άβολα, μετέχοντας στο δρώμενο χωρίς να παίζει, υπάρχει απλά σαν στοιχείο της σύνθεσης. Η μαύρη συμπαγής φόρμα της είναι στατική, ακίνητη. Παίρνει ενέργεια από την έντονη και γεμάτη κίνηση φιγούρα του Θεόφιλου, η οποία ενεργοποιεί με μια απροσδιόριστη δύναμη όλα τα σημεία τής εικόνας. Αυτή την αδιευκρίνιστη ενέργεια τη συναντάμε και στη δουλειά του, αλλά και γενικότερα στα αποτελέσματα του μόχθου σπουδαίων δημιουργών, χωρίς τελικά να μπορούμε να δώσουμε μια εξήγηση για την προέλευσή της.
Από αυτή τη φωτογραφία δύσκολα μπορούμε να αποσπάσουμε σαφείς πληροφορίες για την εποχή του, γιατί εδώ συνυπάρχουν πολλές πραγματικότητες. Ο ζωγράφος, που είναι και σκηνοθέτης της σκηνής, ανακατεύει με τον δικό του τρόπο τα δεδομένα και τελικά καθιστά προβληματικό ένα τελικό συμπέρασμα για το νόημα αυτής της εικόνας. Τι ήταν τελικά ο Θεόφιλος;
Μια καρικατούρα; Μια ιδιοφυΐα που δραπέτευσε από την πραγματικότητα αιχμαλωτίζοντας όνειρα; Η «παράπλευρη απώλεια» μιας εποχής που προσπαθούσε με περιορισμένα μέσα να αντιμετωπίσει την άγνοια; Τι ήταν ο βραχύσωμος, αδύνατος και δύσμορφος φουστανελάς που όπου πήγαινε τον έπαιρναν από πίσω τα παιδιά με τις πέτρες;
Ηταν ο Θεόφιλος ο Κεφάλας που ζωγράφιζε τους τοίχους των σπιτιών και των καφενείων για ένα πιάτο φασολάδα και που μέσα από τη δουλειά του μας έθεσε ένα ερώτημα: Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «αφελής» ζωγραφική; Μελετώντας τη ζωγραφική του αρχίζω να πιστεύω πως όντως υπάρχει αφελής τέχνη, αλλά τη βλέπουμε κυρίως σε κάποιες περισπούδαστες απόπειρες που προέρχονται από το φανφαρονικό στρατόπεδο των «κατασταλαγμένων». Σπουδαίος ζωγράφος, συνάντησε τον κανόνα χωρίς να τον ακολουθήσει. Ενας κύκλος διανοουμένων ενδιαφέρθηκε έντονα για την περίπτωση κυρίως μετά τον θάνατό του. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι γοητεύτηκαν από τον μύθο του. Του έκαναν και μια έκθεση στο Λούβρο, η οποία όμως δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση τότε.
Ισως είναι κοινότοπο να πούμε πάλι πως οι ιδιότητες του φωτός στον ελλαδικό χώρο σε αναγκάζουν να δουλεύεις με ένα είδος αφαίρεσης, φιλτραρισμένο μέσα από εσωτερικές διαδρομές. Αυτό ισχύει πανηγυρικά και στην περίπτωση του αυτοδίδακτου Μυτιληνιού που απλοποίησε τις ανάγκες της εικόνας με έναν ιδιοφυή τρόπο. Με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού στο βλέμμα που διαπερνά με δύναμη τον χρόνο μέσα από τις ελάχιστες διασωθείσες φωτογραφίες του. Η ιδιαίτερη αυτή προσωπικότητα δεν θα μπορούσε να ενσωματωθεί ποτέ σε κανενός είδους σύστημα. Παρά τις επιρροές που είχε κατά διαστήματα από τις λιγοστές πληροφορίες που συνέλεγε, κυρίως μέσα από καρτ ποστάλ με έργα ευρωπαίων ζωγράφων, τις οποίες προσπαθούσε ματαίως να αντιγράψει, κατέληγε πάντα στο προσωπικό του ιδίωμα, που ήταν μια αναδιάταξη του κόσμου όχι όπως τον έβλεπε, αλλά όπως τον ονειρευόταν.
Και ονειρευόταν πολύ. Κάπου διάβασα πως μια γειτόνισσά του στο χωριό Βαρειά, στη Μυτιλήνη, όπου έμενε ο Θεόφιλος, είπε πως όταν έκανε ζέστη και αναγκαζόταν να ανοίγει τα παράθυρα του σπιτιού του τον άκουγαν να φωνάζει τα βράδια στον ύπνο του «Ζήτω» και άλλα τέτοια ηρωικά συνθήματα. Είχε οριοθετήσει τον κόσμο του ανάμεσα στα σύνορα του τρελού και της ιδιοφυΐας.
Ο λόγιος Γιάννης Τσαρούχης υποστήριξε με πάθος τη δουλειά του Θεόφιλου. Ισως το έκανε επειδή κατάλαβε πως η αθωότητα που πλημυρίζει όλο το έργο του δεν είναι αναγκαστικά ένα στοιχείο που περιορίζει την εκφραστική πολυπλοκότητα στη ζωγραφική, αντιθέτως η άμεσα μεταφερμένη συγκίνηση, χωρίς ακαδημαϊκές δεσμεύσεις, μπορεί να μετατραπεί σε ένα δυνατό εκφραστικό εργαλείο. Ο φευγάτος Θεόφιλος, ποζάροντας ηρωικά δίπλα στη μάνα του, δεν απευθύνεται τελικά σε μας. Είναι βαθιά χωμένος σε ένα φανταστικό σύμπαν που ο ίδιος έφτιαξε και που έχει την ευτυχία να αφήσει ελεύθερο το ευαίσθητο παιδί μέσα του να παίζει ασταμάτητα σε ονειρικές αλάνες.
Καθώς τα γράφω αυτά, κοιτάζοντας τη φωτογραφία, ενθουσιάζομαι με τη διαπίστωση ότι μια αιχμαλωτισμένη στιγμή πάνω στην κορύφωση του ιερού παροξυσμού ενός ιδιαίτερου ανθρώπου μπορεί να μεταφέρει μηνύματα στον χρόνο. Αραγε διαισθανόταν κάτι από όλα αυτά η μάνα του, που υπομονετικά συνόδευε τον γιο της σε μια τελετουργική απεικόνιση του προσωπικού του μεγαλείου, κοιτάζοντάς μας με απορία για πάντα μέσα από τη φωτογραφία;