Οσο δικαιολογημένο κι αν είναι να θλίβεται κανείς με την πολιτική ζωή, η θλίψη γίνεται απείρως μεγαλύτερη όταν την προκαλεί η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή. «Εάν το άλας μωρανθεί…» Πολύ περισσότερο όταν χρεώνεται σε σχετικά νέους ή νεότατους ανθρώπους. Στο δημοσιευμένο δελτίο Tύπου για την παράσταση «Ναπολέων» της Bijoux de Kant διαβάζουμε πως «είναι βασισμένη σε κείμενα των ομοφυλόφιλων συγγραφέων Γιώργου Ιωάννου και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Ενώ ένας νεανικός θίασος ανέβασε πριν από λίγο καιρό μια παράσταση «στηριγμένη στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή “Τα ρέστα”». (Ετσι ακριβώς διαφημιζόταν.)
Ακόμα κι αν είχαν περάσει όχι τριάντα δύο χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου και τριάντα από τον θάνατο του Κώστα Ταχτσή, αλλά εκατό και διακόσια χρόνια, θα ήταν εξίσου ανεπίτρεπτη μια παραποίηση –διαφορετικής βέβαια μορφής στις δύο περιπτώσεις –που αγγίζει ωστόσο τα όρια της βάναυσης μεταχείρισης και επομένως της προσβολής. Σκεφτείτε τι καντάρια σκοταδισμού θα μας είχαν τυλίξει αν στην παρουσίαση όλων των συγγραφέων, σκηνοθετών, ποιητών, ηθοποιών, ζωγράφων που έχουν υπάρξει εξακριβωμένα ομοφυλόφιλοι προηγούνταν ως κύρια ιδιότητά τους η ομοφυλοφιλία τους.
Πράγμα που σημαίνει ότι αν αξίζει να γνωρίσει κανείς το έργο τους δεν είναι στην ουσία για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ερωτική τους παρέκκλιση. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι τώρα ο σκοταδισμός γίνεται λιγότερος επειδή αναφέρονται δύο μόνο συγγραφείς, τόσο περισσότερο που ο Γιώργος Ιωάννου –αλλά ως ένα βαθμό και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης –δεν θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως κύρια παράμετρο του έργου του, το αντίθετο μάλιστα.
Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες του ίδιου, όπως και του Κώστα Ταχτσή, ότι θεωρεί την απροσχημάτιστη έκφραση της ομοφυλοφιλίας μέσα σε ένα έργο ως εξαιρετικά ζημιογόνα για την αισθητική του αρτιμέλεια. Επομένως αντιλαμβάνεται κανείς ποια θα ήταν η αντίδρασή του –αν ζούσε –σε περίπτωση που θα τολμούσε ο οιοσδήποτε να τον συστήσει ως ομοφυλόφιλο συγγραφέα. Αφού πρόκειται για μια σύσταση που με την αποκλειστική επικέντρωσή της σε έναν μόνο χαρακτηρισμό έχει σαφώς μειωτικό, απαξιωτικό χαρακτήρα, για το σύνολο του έργου. Σάμπως να έχουν απείρως λιγότερη σημασία όλες οι άλλες σταθερές του έργου του –θεματογραφία, τρόπος γραψίματος, κοινωνικός και αισθητικός προβληματισμός, ύφος –και να προέχει η ομοφυλοφιλία του όχι επιπλέον ως στοιχείο της ίδιας της δημιουργίας, αλλά ως χαρακτηρισμός του συγγραφέα ως ανθρώπου: «βασισμένη σε κείμενα των ομοφυλόφιλων συγγραφέων». Που σε τελευταία ανάλυση αν υπήρξε ομοφυλόφιλος –σε όποιον μάλιστα βαθμό μπορεί να ενδιαφέρει κάτι τέτοιο –δεν υπήρξε με τον τρόπο που φαντάζονται όσοι στην πραγματικότητα τον εκθέτουν προκειμένου να τον εκμεταλλευτούν, ενώ διατείνονται ότι προβάλλουν τον ίδιο και το έργο του.
Αν υπήρχε ένας ακόμα συγγραφέας που επιμελούνταν όσο ακόμα ζούσε το έργο του με την ακοίμητη φροντίδα του γονιού για το μοναδικό παιδί του, ήταν ο Κώστας Ταχτσής. Κι όπως δεν το είχε σε τίποτα να φιλονικήσει έως ξυλοδαρμού, κάποιον άγιο θα είχαν οι ηθοποιοί του νεανικού θιάσου που δεν ζει ο Ταχτσής, αν βέβαια θα είχαν τολμήσει τότε να βαφτίσουν ως «σπονδυλωτό μυθιστόρημα» το ρητά σταδιοδρομημένο ως βιβλίο διηγημάτων του με τον τίτλο «Τα ρέστα».