Ας πούμε ότι ο ένας, ο Ντόναλντ Τραμπ, δημιουργεί το είδος της οικειότητας που διακονούν οι οικοδεσπότες των ριάλιτι σόου. Και ότι ο άλλος, ο Αλέξης Τσίπρας, δεν την αναζητά στην ατμόσφαιρα, συνηθίζει να την αποκτά μόνος του με τη γλώσσα του σώματος όπου κι αν βρίσκεται.
Το διαπιστώνει εύκολα κανείς εάν παρατηρήσει ότι για τον Τραμπ ο χώρος που εκτυλίσσεται η ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα τηλεοπτικό στούντιο και ότι η δική του δουλειά, η μόνη ουσιαστική δουλειά, είναι να στρέφει τους προβολείς επάνω του. Και εάν θυμηθεί τον Τσίπρα στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη ενώ καταθέτει στεφάνι ο Φρανσουά Ολάντ με την μπάντα να εκτελεί τον γαλλικό ύμνο ή στις πολυθρόνες του Μεγάρου Μαξίμου να ακούει τον χαιρετισμό του στητού και τυπικού Μπαράκ Ομπάμα. Χθες στον Λευκό Οίκο, και σε ένα περιβάλλον τέτοιας οικειότητας, συναντήθηκαν δυο άνθρωποι που, ο καθένας με τον τρόπο του, δεν είναι των τύπων. Αν δεν δημιουργήθηκε προσωπική χημεία, θα είναι επειδή εμπόδισε τη χημική αντίδραση ο υπερναρκισσισμός του Τραμπ, η αδυναμία του ως οικοδεσπότη να προσδώσει άλλο στάτους στους επισκέπτες του πέρα από αυτό του παίκτη του ριάλιτι, για την τύχη του οποίου θα αποφασίσει ο ίδιος.
Και ο Τσίπρας; Στον συνομιλητή του, στις αντιθεσμικές του κορόνες, στα αμετροεπή του τιτιβίσματα, στην απέχθειά του για τα μέσα ενημέρωσης, στις επιθέσεις κατά της δικαιοσύνης μπορεί να είδε οικεία πρόσωπα. Να είδε το ανεστραμμένο είδωλο της κυβέρνησής του.