Με τη συνέντευξη που παραχώρησε αποκλειστικά στα «ΝΕΑ» η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερίζα Μέι ανέλαβε μια πολύ σημαντική δέσμευση: να διασφαλίσει ότι οι Ελληνες, αλλά και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι πολίτες, θα συνεχίσουν να ζουν στη χώρα της με τους όρους και τις συνθήκες που έχουν διαμορφώσει τη ζωή τους.
Η δέσμευση είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη. Γεννά όμως και έναν προβληματισμό. Γιατί είναι κάπως θλιβερό η Ευρώπη του 21ου αιώνα να συζητά εάν κάποιοι πολίτες της μπορεί να πέσουν θύματα «εκτοπισμού» από μια ευρωπαϊκή χώρα. Οπως θλίψη γεννά και το γεγονός ότι οι πολίτες αυτοί, εσωτερικοί μετανάστες που αναζήτησαν την τύχη τους σε κάποιο άλλο μέρος από αυτό της γέννησής τους, γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες ή ακόμη και εκβιασμού στο μπρα ντε φερ του Brexit.
Η ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων στη Γηραιά Ηπειρο δεν είναι μόνο ένας όρος σε μια συνθήκη. Είναι μια κατάκτηση που κερδήθηκε έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους και αποτελεί ένα παγιωμένο βίωμα στους ευρωπαίους πολίτες που, χάρις και στην πρόοδο της τεχνολογίας και της οικονομίας, ταξίδεψαν πιο εύκολα και ήρθαν πιο κοντά για να αναπτύξουν πλέον μια κοινή αίσθηση του ανήκειν.
Οι δείκτες του ρολογιού δεν θα πάψουν να κινούνται, ο χρόνος δεν σταματά ούτε γυρίζει πίσω. Η βρετανίδα πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν παρά έναν μόνο δρόμο μπροστά τους: την εφαρμογή της δέσμευσης που ανέλαβε η Τερίζα Μέι. Γιατί, είτε το θέλουν είτε όχι, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα οι άνθρωποι είναι πάνω από τα σύνορα.