Εκεί βρισκόταν ένας από τους «ναούς» των παιδικών μου χρόνων. Στην αρχή της οδού Σταδίου, κοντά στο Σύνταγμα. Η Πανελλήνιος Αγορά, το πιο φαντασμαγορικό κατάστημα παιχνιδιών στον κόσμο όπως μου φαινόταν τότε. Λίγο παρακάτω, λοξοδρομώντας στην Κοραή, το βιβλιοπωλείο Ατλαντίς με όλα τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Απέναντι, προχωρώντας προς την Ομόνοια, στο Αφοί Τσιτσόπουλοι – Ατενέ ανακάλυπτα ασυνείδητα τα πρώτα σκιρτήματα της γυναικείας φιλαρέσκειας δοκιμάζοντας φουστανάκια και παλτουδάκια. Και με θυμάμαι, γύρω στα εφτά, να βγαίνω εκστασιασμένη από τον παρακείμενο Λαμπρόπουλο, κρατώντας το δώρο μου, ένα μαγιό, μισό πορτοκαλί, μισό ριγέ άσπρο – πράσινο. Μια ολοφώτεινη διαδρομή χαράς, γνώσης και λούσου ήταν για μένα τότε η οδός Σταδίου.
Λίγο αργότερα την «περπάτησα» στους στίχους του Νίκου Καβαδία («Του Αλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί / οι μαθήτριες σχολάσαν του ωδείου / Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου / γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή»). Και ύστερα, στο τραγούδι του Κηλαηδόνη, αυτό που λέει ότι αγάπησε «Βιτρίνες της Σταδίου, ειδικά Κυριακές». Ηταν την ίδια εποχή, που μια νύχτα, με τα φτερά ενός ολόφρεσκου έρωτα στα τακούνια μου, την ανεβοκατέβαινα τρέχοντας, τραγουδώντας Φατμέ: «Ελα κράτα με από τη μέση / γιατί θ’ απογειωθώ / Σκέψου μεσάνυχτα και κάτι / στη Σταδίου να πετώ». Εν τω μεταξύ είχαν αλλάξει και τα επί της οδού ορόσημά μου. Στον Απόλλωνα και το Αττικόν κατέθετα το χαρτζιλίκι μου. Και όταν τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» μπήκαν στο πατάρι, στο βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν, με τη στενή σκάλα και το πάτωμα που έτριζε, μέτραγα τις δραχμές των πρώτων μου μισθών. Εκεί ήταν, για πολλά χρόνια, η επαγγελματική γειτονιά. Σαν καμπανάκια ηχούν ακόμη εντός μου διευθύνσεις όπου είχα πάρε δώσε για δουλειές. Σταδίου 24, 10, 15. Ο Ορφέας κοντά στην Πεσμαζόγλου, το μπαρ Galaxy στη στοά, το πρώτο κατάστημα της Virgin, το φαρμακείο του Λήτου, τα ραντεβού στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Είδα τη μεγάλη άνθηση στα χρόνια της έκρηξης του γειτονικού Χρηματιστηρίου. Τότε που γέμισε η περιοχή καφέ και meeting points. Και σε ένα φανάρι της Σταδίου έμαθα από το τηλέφωνο το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους.
Η Σταδίου τότε. Και η Σταδίου σήμερα. Τρύπα στη γεωγραφία της πόλης, ανοιχτή και κακοφορμισμένη πληγή στο σώμα της. Λες και η οικονομική, κοινωνική και αξιακή παρακμή των τελευταίων χρόνων καταστάλαξε εδώ. Τη μέρα αναδύεται η βρώμα, τη νύχτα «ακούς» τη σιωπή. Από την Κολοκοτρώνη και προς το Σύνταγμα επιβιώνει μια επίφαση αυτού που υπήρξε κάποτε. Από κει και κάτω καταστήματα όχι απλώς κλειστά, εγκαταλειμμένα. Πεταμένες κούκλες, σαν κουφάρια, στις θολές βιτρίνες του Ατενέ. Κατεβασμένα ρολά, πινακίδες που καταρρέουν, σκουπίδια και συνθήματα. «Θάνατος στ’ αφεντικά». Μνημείο μίσους το καμένο τετράγωνο του Αττικόν. Το απομεινάρι μιας κινηματογραφικής αφίσας να σε κοιτάει περιπαιχτικά κι εσύ να μην μπορείς να κοιτάξεις προς τα πάνω εκείνα τα παράθυρα απ’ όπου ξέρεις ότι κάποιοι νέοι άνθρωποι είδαν τη ζωή για τελευταία φορά. Κάτω από τα στέγαστρα, άστεγοι να έχουν στήσει τα υποτυπώδη νοικοκυριά της εξαθλίωσης. Και σαν μολυβένια στρατιωτάκια αντίστασης οι επιχειρήσεις που παραμένουν ακόμη εδώ.
Ξεχασμένη απ’ όλους τους υπεύθυνους η οδός Σταδίου. Κι εγώ που περπάτησα εκεί τα καλύτερά μου χρόνια, δεν την αντέχω για πολύ. Στρίβω προς τα πάνω. Με τους στίχους του Γιάννη Ξανθούλη στο μυαλό μου: «Οταν περπατώ στην Πανεπιστημίου / πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές / Το παιδί που φεύγει απ’ την οδό Σταδίου / είμαι εγώ κι εσύ ξοπίσω μου να κλαις».