Eπί ένα χρόνο τα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα, οι ηγεσίες στο εξωτερικό, προσπαθούν να ξεπεράσουν τον αντίκτυπο του ατυχήματος που ανέδειξε τον Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία. Όπως οι Βρετανοί που ψήφισαν υπέρ του Brexit ανακαλύπτουν τώρα ότι, τι έκπληξη, πρέπει να φύγουν από την ΕΕ, η προεδρία Τραμπ σημαίνει όντως ότι ο ανάγωγος από το Κουίνς παίρνει αποφάσεις στον Λευκό Οίκο. Αλλά η Ευρώπη οφείλει να σεβαστεί τον θεσμό: οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν διαθέτουν την ελευθερία έκφρασης των ΜΜΕ σχετικά με τον Αμερικανό πρόεδρο· δεν τους επιτρέπεται να διατυπώνουν απαρέσκεια ― διότι κάπου-κάπου χρειάζεται να του σφίγγουν το χέρι. Εξάλλου, σε ό,τι μάς αφορά, καλό είναι να κοιταχτούμε στον καθρέφτη: η κυβέρνησή μας περιλαμβάνει άτομα συναφούς ήθους και επιπέδου με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ηγεσίες σαν την ελληνική δεν κατανοούν ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη συνδέονται με κοινή ιστορία και πολιτισμό: ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ το κατανοεί, ούτε ο Τζορτζ Γ. Μπους παλιότερα· αντιθέτως, ο Μπαράκ Ομπάμα το κατανοούσε. Μετά από οκτώ χρόνια κοσμοπολιτισμού, επιστρέψαμε στον πιο βαθύ αμερικανικό επαρχιωτισμό· χωρίς ωστόσο την παραδοσιακή του συνιστώσα, την απομονωτική εξωτερική πολιτική ― που θα ήταν μια μάλλον ενδιαφέρουσα εξέλιξη για την παγκόσμια τάξη. Αν και ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχόταν (σχεδόν) “No Foreign Entanglements”, η απόσυρση από τόσα σημεία στον κόσμο όπου οι ΗΠΑ έχουν συμφέροντα και μισοτελειωμένες δουλειές φαινόταν εξαρχής μη ρεαλιστική προοπτική. Έτσι, ο Αμερικανός πρόεδρος, αν και άσχετος από γεωστρατηγική, παίζει με πολλούς παίκτες μερικοί από τους οποίους τού είναι εντελώς άγνωστοι (π.χ. Κούρδοι), ενώ άλλοι είναι επικίνδυνα απρόβλεπτοι. Όπως είναι ο ίδιος, όμως είναι και η δική μας ανίσχυρη ηγεσία μιας και μοιάζουμε με τον αμερικανικό λαό και με την πολιτική του φυσιογνωμία. Ίσως αυτή η διεστραμμένη ομοιότητα να μας χρειαστεί για να επανακτήσουμε τη θέση μας στο ΝΑΤΟ τώρα που, επιτέλους, οι ΗΠΑ έχουν δυσαρεστηθεί από την τουρκική ισλαμοδικτατορία. Και που η Τουρκία, εκτός του ότι δεν χρησιμεύει πια στην αναχαίτιση του κομμουνισμού, είναι παράγοντας εξισλαμισμού και ανωμαλίας.
To σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ είναι να γίνει ο αντι-Ομπάμα: να ξηλώσει ό,τι έκανε ο Ομπάμα στο εσωτερικό και να ανατρέψει τις ισορροπίες που λίγο-πολύ πέτυχε στον διεθνή χώρο. Αλλά η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι ένα τεράστιο πλοίο που στρίβει δύσκολα. Οι συμφωνίες με το Ιράν (πυρηνικά, βαλλιστικοί πύραυλοι) μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το υποτιθέμενο οπλοστάσιο του Σαντάμ που κατέληξε στο φιάσκο του 2003· η ένταση με τη Βόρεια Κορέα μπορεί να κλιμακωθεί δεδομένης της παραφροσύνης του Κιμ Γιονγκ-ουν: αν διαθέτει πυρηνικά όπλα, θα διστάσει λιγότερο από τις ΗΠΑ να τα χρησιμοποιήσει (βάσει μιας συλλογιστικής “use it or lose it”)· από τις επιχειρήσεις στη Συρία λείπει η σαφής στρατηγική· ο ορίζοντάς τους είναι βραχύς: τι θα συμβεί μετά την επικείμενη ήττα του ΙSIS; Επίσης, η περιφρόνηση του Τραμπ προς τους διεθνείς οργανισμούς και τις συμφωνίες (Ατλαντική Συμμαχία ―που, έτσι κι αλλιώς, χρειάζεται επαναπροσδιορισμό εφόσον αντιστοιχεί σε παλιότερη παγκόσμια τάξη― ΟΗΕ, UNESCO, πρωτόκολλα για το κλίμα) μπορεί να οδηγήσει, σε συνδυασμό με την οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό, σε αποκοπή των ΗΠΑ από τον πολιτισμένο κόσμο. Η δε ευμετάβλητη στάση του έναντι της Ρωσίας και της Κίνας καταδεικνύει τον τυχαίο χαρακτήρα της πολιτικής του ο οποίος δεν πρόκειται να αλλάξει.
Η παραβίαση των κανόνων και το ανάστημα του δήθεν ισχυρού ανδρός που αναζητεί τη συνεργασία άλλων ισχυρών ανδρών στον κόσμο αρέσει σε εφήβους και σε ανώριμους πολίτες σαν εκείνους που τον ψήφισαν χρησιμοποιώντας το δικαίωμα ψήφου ως μέσο διαχείρισης θυμού. Εξάλλου, αυτό το κοινό δεν το πολυενδιαφέρει η εξωτερική πολιτική ― ενδιαφέρει τους πανικόβλητους liberals, καθώς και λιγοστούς Ρεπουμπλικανούς και μέλη συντηρητικών think-tanks που, αν και παραδέχονται σιωπηρά ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι γκάνγκστερ με κουλτούρα Λας Βέγκας, προσπαθούν να τον πάρουν με το καλό: επιδοκιμάζουν το πάθος του εναντίον των Δημοκρατικών, χειροκροτούν τον ακραίο εθνικισμό του και την ιδεολογία της αμερικανικής-λευκής υπεροχής. Του συγχωρούν το χυδαίο ύφος επειδή με αυτό κέρδισε στον πολιτιστικό πόλεμο με τους liberals. Οι Ρεπουμπλικανοί, ως ευρωφοβικοί (δεδομένου του προαναφερθέντος επαρχιωτισμού και λόγω του ότι πολλές ευρωπαϊκές ηγεσίες, μαζί και η δική μας, τους περιφρονούν ως δεξιούς δεινοσαύρους), μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον πρόεδρο αν δεν τον επηρεάσουν θετικά οι Ευρωπαίοι ― αντιμετωπίζοντας άγνοια, αμετροέπεια, μορφασμούς «σας βαριέμαι θανάσιμα», εν κατακλείδι την πιο ακροσφαλή διπλωματία στην αμερικανική ιστορία.
Η καχεξία του αμερικανικού πολιτεύματος που εκφράζεται στην τρέχουσα προεδρία βλάπτει τη χρονίως προβληματική εικόνα των ΗΠΑ στο εξωτερικό: ο Ντόναλντ Τραμπ προβάλλει μια σειρά αμερικανικά γνωρίσματα που τροφοδοτούν, δικαίως, τον αντιαμερικανισμό. Η πατριωτική άποψη ότι δεν πρόκειται για αμερικανικά γνωρίσματα θυμίζει τη ρητορική σύμφωνα με την οποία η αριστερά που έχει διαπράξει εγκλήματα «δεν είναι αριστερά» και το σκοταδιστικό Ισλάμ «δεν είναι Ισλάμ». Η προεδρία Τραμπ προωθεί κάποιες αμερικανικές αξίες (που τις μεταμορφώνει σε απαξίες) παραμερίζοντας εκείνες που μοιράζεται όλος ο δυτικός κόσμος.
Επιστρέφουμε στην εποχή του Dr. Strangelove. Mε δύο θεμελιώδεις διαφορές: την πολυπολικότητα του κόσμου (παρά την αμερικανική επιδίωξη της μονοπολικότητας) και τη νέα τεχνολογία: δυο-τρία Twitter μπορούν να εξάψουν τα πνεύματα. Χρειάζεται ψυχραιμία, όχι επανάληψη της πυρηνικής φοβίας του 1950-60: η Ευρώπη πρέπει να συνεννοηθεί με τον αναξιόπιστο Αμερικανό συνομιλητή βρίσκοντας κοινό έδαφος (με σκοπό την ευρωπαϊκή άμυνα και ενότητα) χωρίς να επιδεικνύει τον ναρκισσισμό των διαφορών, οι οποίες, αν δεν διευρύνονται είναι επειδή οι Ευρωπαίοι υιοθετούν αμερικανικά πολιτικά πρότυπα· όχι το αντίστροφο. Η διπλωματία κατευνασμού που απαιτείται έναντι των εχθρών της Ευρώπης, απαιτείται και έναντι των φυσικών συμμάχων της που σήμερα μοιάζουν κάπως αφύσικοι.