Ο διάδοχος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία, οι οποίες ξεκίνησαν τη Δευτέρα.
Την ερχόμενη Δευτέρα ο 75χρονος βετεράνος της πολιτικής ζωής της χώρας θα περάσει για τελευταία φορά το κατώφλι του υπουργείου Οικονομικών, προτού εκλεγεί πρόεδρος της Μπούντεσταγκ, όπως ανακοίνωσε στα τέλη Σεπτεμβρίου το κόμμα του, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU).
Η αποχώρηση του Σόιμπλε, έπειτα από οκτώ χρόνια στο υπουργείο στη διάρκεια των οποίων η Γερμανία επέστρεψε στους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και η ευρωζώνη αντιμετώπισε μια κρίση χρέους που παραλίγο να οδηγήσει στη διάλυσή της, ανοίγει μια περίοδο αβεβαιότητας για την Ευρώπη.
Η Γερμανία δεν προβλέπεται να έχει αποκτήσει νέα κυβέρνηση πριν τα Χριστούγεννα, καθώς οι διαφωνίες μεταξύ του CDU της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ, των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και των Πράσινων είναι πολλές.
Χωρίς να ζητεί ευθέως το υπουργείο Οικονομικών, ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ κάλεσε τους συντηρητικούς να μην αναλάβουν και αυτή τη φορά το υπουργείο και την καγκελαρία. «Πρέπει να διαχωριστούν πολιτικά» τα δύο, είπε.
«Θα ήθελα το υπουργείο Οικονομικών να παραμείνει στα χέρια μας», απάντησε μιλώντας στο Spiegel ο Φόλκερ Κάουντερ επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU, διαβεβαιώνοντας ότι το κόμμα του επιθυμεί να «διατηρήσει την κληρονομιά του Σόιμπλε».
Οι Πράσινοι, που δεν έχουν βρεθεί σε κυβερνητικό συνασπισμό από το 1997-2005 επί Σρέντερ, προτιμούν το υπουργείο Εξωτερικών. Όμως βρίσκουν «συναρπαστικό» και το υπουργείο Οικονομικών, ένα πόστο «υψηλής σημασίας» στη Γερμανία, όπως και «σε ευρωπαϊκό επίπεδο», όπως έχει δηλώσει ένα από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος, ο Άντον Χόφραιτερ.
Οι μεγαλύτερες διαφωνίες μεταξύ των τριών κομμάτων αφορούν την ευρωπαϊκή πολιτική, την ώρα που το Βερολίνο μπορεί να τορπιλίσει ή να υποστηρίξει τις προτάσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη.
Οι Πράσινοι είναι αυτοί που εμφανίζονται πιο θετικά διακείμενοι στις γαλλικές προτάσεις, ενώ το FDP έχει εκφράσει έντονες διαφωνίες, όπως και το CDU.
Όμως δεδομένου του μικρού πολιτικού βάρους των Πρασίνων, «οι επιφυλάξεις σχετικά με την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων» στην ευρωζώνη «θα παραμείνουν σημαντικές», προέβλεψε τον Σεπτέμβριο ο Τριστάν Περιέ, του Amundi Asset Management.
Το Βερολίνο θα μπορούσε να συμφωνήσει με το Παρίσι, αποδεχόμενο έναν κοινό προϋπολογισμό της ευρωζώνης και έναν υπουργό Οικονομικών, «όμως δίνοντάς τους περιορισμένες εξουσίες σε ό,τι αφορά τα ποσά» και «τα προνόμια», εκτίμησε ο ειδικός.
Η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, την οποία επιθυμούν οι Γερμανοί, αναμένεται να τους επιτρέψει «να αποδυναμώσουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως η Κομισιόν», την οποία ο Σόιμπλε θεωρούσε πολύ επιεική, σημειώνει από την πλευρά του ο Λορέντσο Κοντόνγκο του LC Macro Advisors.
Σε κάθε περίπτωση, οι χώρες της νότιας Ευρώπης δεν θα πρέπει να αναμένουν μεγαλύτερη χαλαρότητα από τη Γερμανία σε ό,τι αφορά τα ελλείμματά τους και ακόμη λιγότερη στη μεταφορά πόρων, κάτι που έχει αποκλείσει κατηγορηματικά η Μέρκελ.