Την απόφασή του να ανοίξει ο φάκελος με τα στοιχεία της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, μέσα από το λογαριασμό του στο Twitter.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, «με την επιφύλαξη της λήψης νέων πληροφοριών, θα επιτρέψω, ως Αμερικανός πρόεδρος, το άνοιγμα του εδώ και πολλά χρόνια κλειστού και διαβαθμισμένου ΦΑΚΕΛΟΥ JFK».
Ο Τραμπ ανοίγει έτσι το δρόμο για κάθε πολίτη που θέλει να λάβει γνώση των στοιχείων για τη δολοφονία που συντάραξε το πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ στη δεκαετία του ’60.
Πέντε εκατομμύρια έγγραφα για τη δολοφονία του Τζον Φ Κένεντι, που προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις υπηρεσίες Πληροφοριών, την αστυνομία και το υπουργείο Δικαιοσύνης, φυλάσσονται στην Ουάσινγκτον πίσω από τους τοίχους των Εθνικών Αρχείων. Στην μεγάλη τους πλειοψηφία, το 88%, έχουν ήδη δοθεί στη δημοσιότητα, ενώ το 11% δημοσιεύθηκε μετά την κάλυψη ορισμένων στοιχείων.
Την Πέμπτη, 3.100 έγγραφα που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί στο κοινό μπορούν να δημοσιευθούν, σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, καθώς και το πλήρες κείμενο ορισμένων εγγράφων που είχαν δημοσιευθεί με καλυμμένα ορισμένα τμήματα τους.
Η δολοφονία του προέδρου των ΗΠΑ στις 22 Νοεμβρίου 1963 στο Ντάλας του Τέξας τροφοδοτεί εδώ και δεκαετίες θεωρίες συνωμοσίας, ορισμένες από τις οποίες αμφισβητούν ότι ο μόνος αυτουργός είναι ο Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ.
Οι θεωρίες αυτές επανήλθαν μετά την προβολή της ταινίας «JFK» του Ολιβερ Στόουν το 1991. Εξαιτίας του ζωηρού δημοσίου διαλόγου που προκάλεσε, υπεγράφη το 1992 νόμος που επιβάλλει την δημοσίευση όλων των ντοκουμέντων, διατηρώντας σφραγισμένα ένα μέρος αυτών μέχρι την τελική ημερομηνία της 26ης Οκτωβρίου 2017.
Ωστόσο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ακόμη τη δυνατότητα να διατηρήσει ορισμένα από τα έγγραφα απόρρητα για λόγους εθνικής ασφαλείας. Αυτήν την επιφύλαξη την διατυπώνει στο tweet του ο πρόεδρος Τραμπ.
Επικαλούμενο μέλη της κυβέρνησης, το Politico αναφέρει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ τελεί υπό πίεση, κυρίως από την CIA, να εμποδίσει την δημοσιοποίηση ορισμένων από αυτά τα έγγραφα, κυρίως εκείνα που τοποθετούνται στη δεκαετία του ΄90, διότι θα μπορούσαν να εκθέσουν πράκτορες ή πληροφοριοδότες της CIA και του FBI που είναι ακόμη εν ενεργεία.