Αν γράφω για δεύτερη φορά για την ίδια παράσταση, είναι γιατί θέλω να εξάρω ένα, δυστυχώς, σπάνιο φαινόμενο της θεατρικής μας πραγματικότητας. Τονίζω το «σπάνιο» γιατί υπάρχουν και άλλα τέτοια παρόμοια παρήγορα γεγονότα, έστω και αν η γενική εντύπωση αφήνει μάλλον αμφιλεγόμενες εντυπώσεις.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειώσω πως πίσω από τις διαπιστώσεις που θα κάνω βρίσκεται αυτό που ονομάζουμε «παραγωγή». Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή όχι μόνο οικονομικά. Δοκιμάζονται αξίες, ιδέες, ήθη, συνήθειες και βεβαίως παραδόσεις. Εδώ ας σταθώ για να τονίσω άλλη μια φορά πόσο παρεξηγημένη έννοια είναι η λέξη «παράδοση» σ’ αυτόν τον ημιμαθή τόπο. Παράδοση λοιπόν είναι αυτό που λένε οι Αγγλοι survivals, επιβιώματα, ό,τι δηλαδή κατορθώνει να επιζήσει διαχρονικά. Παράδοση δεν είναι το ξεπερασμένο, το νεκρό, αλλά εκείνο το φαινόμενο, η ιδέα, η μορφή, το έθος που διατρέχοντας τον χρόνο, έστω και φορτωμένα και συχνά παραλλαγμένα, φτάνουν έως εμάς. Π.χ. όταν ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος και ο Γκάτσος (για να διατρέξω εκατό χρόνια ποίησης) γράφουν δεκαπεντασύλλαβο, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διασώζουν την ίδια μουσική της γλώσσας που ξεκινάει από το έπος του Διγενή Ακρίτα, φτάνει στον «Ερωτόκριτο», παραλαμβάνεται από τον Ρήγα και καταλήγει στο δημοτικό τραγούδι (από την Ηπειρο έως τον Πόντο και από τη Ρωμυλία στην Κάρπαθο). Οταν λοιπόν ο Γκανάς, ένας μείζων ποιητής του παρόντος, γράφει δεκαπεντασύλλαβο, διαχειρίζεται κάτι παραδομένο και είναι ο τελευταίος σκυταλοδρόμος μιας γλωσσικής ποιητικής παράδοσης. Ο μακαρίτης μέγας έλληνας λαογράφος Γεώργιος Μέγας, δάσκαλός μας στο Πανεπιστήμιο, όριζε τη λαογραφία ως «την επιστήμη του ζώντος παρόντος λαού»!
Ξαναγυρίζω στην ένδεια της σημερινής παραγωγής ποιητικού θεάματος. Και δεν εννοώ βέβαια ούτε την πλούσια φανταχτερή και ωραία συχνά όψιν των μιούζικαλ ούτε τις ωραίες ενορχηστρώσεις ούτε τους πολυπληθείς θιάσους ακόμη και σε εποχή οικονομικής κρίσης. Εννοώ την έρευνα πριν από την παράσταση. Και όπως σε κάθε έρευνα, απαιτούνται χρόνος και χρήμα. Ερευνα ιστορική, πολιτισμική, έρευνα για τα ήθη, τις ιδέες, τις συνήθειες, τα γούστα της μόδας, έρευνα για την κουζίνα, τα εργαλεία, τα έπιπλα, τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, αυτό που ονομάζεται ιδιόλεκτο κάθε εποχής, κάθε τάξης κοινωνικής ή της νεολαίας.
Αξίζει κάποτε στο Μουσείο Σολωμού να δείτε τα τεφτέρια του μεγάλου ποιητή όπου κατέγραφε ακόμη και από τις παραδουλεύτρες, τους εργάτες, τους αμαξάδες, τους Μεσολογγίτες που κατέφευγαν στα Επτάνησα λέξεις, παροιμίες, ιδιόλεκτα κ.τ.λ. Η εξαίσια φράση του «σαν του λαγού το αίμα» που προσπάθησε να την εντάξει σε διάφορα ποιήματα θηρεύτηκε από μια γυναίκα που έπλενε τα σκουτιά της στην παραλία.
Σήμερα σπάνια διαπιστώνει κανείς βλέποντας μια παράσταση, που έχει ως κείμενο μια ιστορία γλώσσας και εποχής συχνά ενός και πάνω αιώνα, έρευνα και στο επίπεδο της διδασκαλίας της σκηνικής γλώσσας, και στη σκηνοθετική πρόταση και βέβαια στην όψιν, την όρχησιν και το μέλος. Αντιλαμβάνομαι τα οικονομικά και χρονικά στενά πλαίσια που απαιτούν μια «γρήγορη» παραγωγή. Φαντάζονταν ποτέ ο Ροντήρης και ο Κουν που ξεκινούσαν τις δοκιμές για την τραγωδία του καλοκαιριού στην Επίδαυρο, και μάλιστα με μόνιμο θίασο και ειδικευμένο, όπως και στενούς συνεργάτες σκηνογράφους, ενδυματολόγους, μουσικούς, χορογράφους, ότι δεν θα ξεκινούσαν δοκιμές από τον Οκτώβριο; Και ο ένας έχει θεατρολογικό σύμβουλο τον Τερζάκη και ο άλλος τον Πλωρίτη!
Ομολογώ ότι θαυμάζω συχνά τους σημερινούς παράγοντες (σκηνοθέτες, ηθοποιούς, εικαστικούς, μουσικούς) που έχουν να ανεβάσουν σε απελπιστικά μικρά χρονικά περιθώρια θεατρικά ιδιώματα (όπως το μιούζικαλ) και τα βγάζουν πέρα αξιοπρεπώς, πράγμα που έχουν θαυμάσει και ξένοι ειδικευμένοι αμερικανοί σκηνοθέτες και χορογράφοι.
Σ’ αυτό το είδος οι έλληνες καλλιτέχνες ήταν, για να θυμηθούμε τον Σεφέρη, τραγικά αυτοδίδακτοι.
Η Φένια Παπαδόδημα ανέβασε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς ένα ποιητικό και μουσικό έργο με πυρήνα τη ραψωδία λ της «Οδύσσειας» Νέκυια, δηλαδή για να παραπέμψω στη βυζαντινή υμνογραφία «των κεκοιμημένων». Είναι το αριστουργηματικότερο κείμενο του Ομήρου, η κάθοδος του Οδυσσέα στον Αδη για να ρωτήσει τον νεκρό πλέον μάντη Τειρεσία πότε θα φτάσει στην πατρίδα του. Εγραψα όταν παίχτηκε το έργο και ήμουν χωρίς καμιά αντίρρηση θετικός για την ιδέα, τη μορφή, το ήθος και τη γενική σύνθεση του σύνθετου θεάματος – ακροάματος.
Τώρα όμως που κλήθηκα να δω την ίδια πρόταση στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου βρέθηκα σε μια σπάνια για τα νερά μας καλλιτεχνική πλεύση. Μέσα σε λίγους μήνες η Παπαδόδημα δούλεψε σχεδόν από την αρχή, τόσο ώστε η αρχική φόρμα να παίρνει πλέον τη θέση ενός σχεδιάσματος, ενός προπλάσματος, μιας δοκιμής, μιας μήτρας ικανής να γεννήσει δυναμικά και εύρωστα τέκνα.
Το κείμενο της Παπαδόδημα έχει βέβαια ως πυρήνα τη Νέκυια της «Οδύσσειας» σε μετάφραση Μαρωνίτη, αλλά το πλαισιώνουν το προοίμιο του έπους και στη συνέχεια μπολιάζεται με κείμενα από την Παλαιά Γραφή, τους ορφικούς ύμνους, τον Παπαδιαμάντη και αριστουργηματικά δημοτικά τραγούδια του Κάτω Κόσμου. Αυτή η κειμενική διαχρονία του λιμπρέτου (ας μου επιτραπεί ο όρος) δείχνει βαθιά μελέτη όχι μόνο της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας αλλά και της συνέχειας του ελληνικού ήθους.
Κάποιοι ανόητοι προσπαθούν ματαίως να διαχωρίσουν την αρχαία από τη νέα ελληνική γλώσσα και δεν στέκονται στο γεγονός πως όλα, μα όλα, τα τραγούδια του Κάτω Κόσμου και τα μοιρολόγια δεν έχουν ούτε μια αναφορά στη χριστιανική δογματική, ούτε Κόλαση ούτε Παράδεισος ούτε τιμωρία, αλλά παραπομπή αυτούσια στην ομηρική Νέκυια, ενώ είναι βέβαιο πως η γριούλα στην Ηπειρο δεν είχε φυσικά διαβάσει Ομηρο αλλά μετέφερε ήθος και έθος μέσω μιας υπόγειας συνεχούς διαδρομής.
Η Παπαδόδημα μ’ αυτή την πλούσια περιουσία προχώρησε μετά την πρώτη σχεδίαση σε μια πλέον σφιχτή φόρμα, σε μια κυριολεκτικά λειτουργία των κεκοιμημένων, όπου με ποίηση, τραγούδι και απλά τελετουργικά σχήματα μίλησε για την ανθρώπινη θνητή μοίρα, την πλατωνική «μελέτη θανάτου» που είναι η ουσία εντέλει κάθε τέχνης και κάθε φιλοσοφίας. Χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς κήρυγμα, αλλά και χωρίς απελπισία.
Πολύ σωστά στη Νέκυια, πέρα από τη συνάντηση με τον Τειρεσία, έμεινε στη συνταρακτική αποκάλυψη πως στον Αδη ήταν ήδη νεκρή η μητέρα του Οδυσσέα και αξιοποιείται θεατρικά ο διάλογός τους.
Πάλι όμως μου έλειψε εδώ ένα απόσπασμα από την «Εις θάνατον» ωδή του Ανδρέα Κάλβου, όπου ο ποιητής πατώντας πάνω στον Ομηρο συναντά τη νεκρή του μητέρα.
Η Παπαδόδημα είναι μια πλήρης καλλιτέχνις, ηθοποιός, τραγουδίστρια, σκηνοθέτρια και συνθέτρια, και εκτελέστρια μουσικών οργάνων!
Η «Νέκυια – Εκ-σταση» παίζεται κάθε Πέμπτη στην οδό Φρυνίχου. Από έναν ταλαντούχο θίασο (που ανέφερα παλαιότερα) και μια ομάδα έξοχων μουσικών, μια θαυμάσια φωτίστρια και ένα ενδεικτικά ποιητικό βίντεο.
Επιμέλεια παράστασης: Φένια Παπαδόδημα
Μουσικοί: Φένια Παπαδόδημα, Γιώργος Παλαμιώτης, Γιάννης Παπαδόπουλος, Λεωνίδας Σαραντόπουλος, Παναγιώτης Κωστόπουλος
Ηθοποιοί: Φένια Παπαδόδημα, Ευθύμης Χαλκίδης, Χριστίνα Κωστέα, Χρυσαλένα Χριστοπούλου, Παυλίνα Ζάχρα.
Πού: Στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου 14, τηλ. 210-3222.464) την Πέμπτη 26/10 και την Πέμπτη 2/11