Στις βάσεις πάνω στις οποίες χτίζεται ένας αθλητικός μύθος συμφύρονται παιδικά βιώματα, ο πόνος, φυσικός και ψυχικός, η φτώχεια, τα όνειρα, η φιλοδοξία, η δύναμη, το ταλέντο.
«Παίζω για την οικογένειά μου, για τον πατέρα μου. Δεν έχω να χάσω τίποτε. Θα συνεχίσω να είμαι ταπεινός, να δουλεύω και να ελπίζω να γίνω από τους καλύτερους». Κάθε λέξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο είναι και ένα προσωπικό βίωμα. Ενας πόνος ψυχής. Σαν τους ποιητές, τους μεγάλους ζωγράφους που εμπνεύστηκαν από ανεκπλήρωτους έρωτες, από φιλίες που πέθαναν, από οικογενειακές τραγωδίες.
Μέσα από τα έργα τους χλεύασαν την πίκρα της ζωής. Ενα κάρφωμα, μια τάπα, οι πόντοι που σημειώνει ο Αντετοκούνμπο αποτελούν κάθε φορά μια προσωπική κάθαρση.
Το οργίλο βλέμμα δεν απευθύνεται στον προπονητή, στους συμπαίκτες, στους αντιπάλους του, στους διαιτητές, αλλά στην ίδια την ζωή.
Αν ο Αντετοκούνμπο δεν ήταν αθλητής θα μπορούσε να γίνει σπουδαίος συγγραφέας ή καλλιτέχνης. Να μετατρέψει τον χείμαρρο σε λίμνη γεμάτη νούφαρα.
Τα κατορθώματά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού θα έπρεπε να γράφονται από τους Ασκληπιούς της γραφής. Απ’ αυτούς που μπορούν να δουν πίσω από το προφανές, απ’ αυτούς που μπορούν να ξεχωρίσουν ένα θυμωμένο παιδί που αναζητά την Ιθάκη του από έναν ώριμο αθλητή που φλερτάρει την αθανασία.