Γνωρίζονταν, λένε, από την εποχή που ήταν και οι δύο υπουργοί Εσωτερικών. Περίπου, δηλαδή, από την εποχή που ο Προκόπης Παυλόπουλος έβλεπε επί τρεις ημέρες την Αθήνα να φλέγεται, ο Νικολά Σαρκοζί φοβόταν ότι η ίδια πυρκαγιά θα ξεσπούσε στα μπανλιέ για να απλωθεί σε ολόκληρο το Παρίσι και ότι ο ίδιος δεν θα κοίταζε μόνο τις φλόγες να γλείφουν τα κτήρια, όπως ο έλληνας ομόλογός του, αλλά και τα προεδρικά του όνειρα να γίνονται στάχτη.
Ο Νικολά Σαρκοζί δεν απαλλάχθηκε ποτέ από τον ελληνικό του φόβο παρά το γεγονός ότι ήταν αβάσιμος –ή μάλλον βασιζόταν στη λανθασμένη ανάγνωση που έκανε ο ίδιος. Ερμήνευσε, ας πούμε, την πυρκαγιά της Αθήνας ως εξέγερση των χαμένων, ως αποτέλεσμα της κρίσης πριν από την κρίση που χτύπησε την Ελλάδα έναν χρόνο αργότερα. Ο Σαρκοζί δεν κατάλαβε ότι εκείνοι που έκαιγαν δεν ήταν οι απόκληροι των υποβαθμισμένων προαστίων της Αθήνας όπως είχε συμβεί στο Παρίσι το 2005. Δεν αντιλήφθηκε ότι η σπίθα δεν άναψε από κάποιο αίσθημα αδικίας ή από την ασφυξία μιας ζωής χωρίς μέλλον, ήταν μακριά για να διακρίνει πως η βασική κινητήρια δύναμη ήταν η τυφλή βία.
Ο ίδιος φόβος, της μόλυνσης από τον ιό, τον έκανε κάποτε στις Κάννες να ανεβεί πάνω σε μια καρέκλα και να ζητάει εκτός εαυτού από τον Γιώργο Παπανδρέου να γυρίσει πίσω στην Αθήνα χωρίς την απειλή για δημοψήφισμα. Χθες στο Προεδρικό Μέγαρο ο Σαρκοζί έδειχνε ήρεμος, εκείνος ο παλιός φόβος δεν ξύπνησε. Οχι όμως τόσο για μην πει ότι ο ίδιος ήταν πάντα αντίθετος με το Grexit. Γιατί στο κάτω κάτω, ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να ξυπνήσει ένας ιός.