Συνήθως αυτή η σκηνή περιλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια στις παγκόσμιες ανθολογίες κινηματογραφικών ψυχολογικών θρίλερ. Προέρχεται από την ταινία Η έκτη αίσθηση (1999) του ινδο-αμερικανού σκηνοθέτη Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Είναι ένας φορτισμένος διάλογος ανάμεσα σ’ έναν παιδοψυχολόγο που τον υποδύεται ο Μπρους Γουίλις κι ένα οκτάχρονο αγόρι, έξοχα ερμηνευμένο από τον Χάλεϊ Τζόελ Οσμεντ (μια βασανισμένη ψυχή του Χόλιγουντ κατόπιν). «Βλέπω νεκρούς ανθρώπους», λέει ο οκτάχρονος. «Στα όνειρά σου;», ρωτάει ο παιδοψυχολόγος. Το παιδί νεύει αρνητικά. «Οταν είσαι ξύπνιος;». Τώρα νεύει θετικά. «Νεκρούς ανθρώπους σε τάφους, σε φέρετρα;», επιμένει ο παιδοψυχολόγος. «Να κυκλοφορούν σαν συνηθισμένοι άνθρωποι», απαντάει το παιδί. «Δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Βλέπουν μονάχα αυτά που θέλουν να δουν. Δεν ξέρουν ότι είναι νεκροί». «Πόσο συχνά τους βλέπεις;». «Ολη την ώρα. Είναι παντού».
Οι νεκροί που βλέπει ο οκτάχρονος δεν έχουν πεθάνει από φυσικά αίτια. Εχουν βρει βίαιο θάνατο και συχνά ανεξιχνίαστο. Εχουν αφήσει πίσω τους εκκρεμότητες. Επιστρέφουν για να βρουν δικαίωση ή έστω μια εξήγηση για τη σκοπιμότητα του δικού τους θανάτου. Εάν το δει κανείς έτσι, δεν διαφέρουν από τους αναρίθμητους νεκρούς που παρελαύνουν στα ατέρμονα εθνικά μας μνημόσυνα. Με μια σημαντική διαφορά, καθοριστική όσο και αλλόκοτη. Στα δικά μας μνημόσυνα δεν ζητούν δικαίωση οι νεκροί. Ζητούν οι ζωντανοί. Σε μια χώρα όπου δεν έγινε ποτέ σοβαρός διάλογος –τουλάχιστον έξω από τα σύνορα της ακαδημαϊκής κοινότητας –για τις θεμελιώδεις διαφορές ή για τις σκανδαλώδεις ομοιότητες ανάμεσα στα ιδεολογικά στρατόπεδα, το κυρίαρχο επιχείρημα εξακολουθεί να είναι το αίμα.
Δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος ότι, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τη λεόντειο μερίδα από τη φανουρόπιτα του αίματος την έπαιρνε η Αριστερά. Ηταν, τρόπον τινά, η εθνική μας μοιρολογίστρα. Η αντίπερα όχθη έκανε τις δικές της τελετές μνήμης –στου Μακρυγιάννη, στον Μελιγαλά, στον Γράμμο –αλλά με σαφώς πιο συρρικνωμένο ακροατήριο γραφικής, φανατικής έως και ψυχοπαθολογικής ιδιοσυστασίας, καθώς και με μια συστολή, με μια αυτοσυγκράτηση που φανέρωναν ερήμην ανομολόγητα αποθέματα ενοχών ή τύψεων. Ολα αυτά last year. Από τη στιγμή που η Αριστερά πλειοδότησε σε νεκροφιλικό τσαρλατανισμό (φθάσαμε προ ημερών στο θλιβερό σημείο να δούμε σινιέ υπουργό, μνημονιακότερο των μνημονιακών, να καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι στη Μακρόνησο), ορισμένες εφημερίδες της λαϊκής Δεξιάς ξέθαψαν από τα ντουλάπια όλη τη σαβούρα με τα εγκλήματα των ηττημένων. Στη φούρια τους να αποδώσουν κάθε κακούργημα στους κομμουνιστές, δεν διστάζουν να εκθειάζουν τη δικτατορία των συνταγματαρχών, όπως και να κολάζουν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για τη νομιμοποίηση των κατσαπλιάδων. Υποτίθεται πως σήμερα όλα τα ντοκουμέντα συνηγορούν ότι έβαψαν με αίμα τα χέρια τους και οι δύο πλευρές εξίσου. Οταν θέλεις όμως μια Ιστορία στα μέτρα σου, δεν δίνεις παραγγελία στον Θουκυδίδη. Δίνεις στον Προκρούστη.
Πριν από λίγους μήνες πέρασε σχεδόν απαρατήρητη η πρώτη δημογραφική καταγραφή που, σαν άλλη Κασσάνδρα, στέλνει στην ελληνική κοινωνία τα κακά μαντάτα. Οι θάνατοι προσπέρασαν τις γεννήσεις. Η Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει, πεθαίνει μια χαρά, με σημαίες και με ταμπούρλα. Οι συνταξιούχοι πληθαίνουν, οι εργαζόμενοι λιγοστεύουν –κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότεροι άνθρωποι που έχουν πάψει να εργάζονται χαρτζιλικώνουν από το υστέρημά τους ανθρώπους που δεν θα εργαστούν ποτέ. Οποιο οικονομικό εγχειρίδιο και αν συμβουλευτείς, θα διαπιστώσεις ότι αυτός είναι ο ορισμός της τέλειας καταιγίδας. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να ισχυριστεί πως, μια κοινωνία που ψυχορραγεί, ορθώς στρέφει το βλέμμα της προς το βασίλειο των νεκρών. Ορθώς περιμένει από τους νεκρούς δικαίωση. Αυτούς αύριο θα συναντήσει.