Πολλά λογοτεχνικά έργα του 19ου αιώνα έχουν ως πρωταγωνιστές παιδιά. Οι συγγραφείς περιγράφουν και συχνότατα καταγγέλλουν κακές, ακόμα και βάρβαρες συμπεριφορές ενηλίκων εις βάρος ανήλικων αγοριών και κοριτσιών. Ο Κάρολος Ντίκενς γράφει τον «Ολιβερ Τουίστ», ο Εκτόρ Μαλό το «Χωρίς οικογένεια», ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν ξεδιπλώνει το δράμα του «Κοριτσιού με τα σπίρτα», όπου το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς το βρήκε πεθαμένο, παγωμένο πάνω στο χιόνι. «Κρατούσε στο χεράκι του, το ξυλιασμένο, τα καμένα σπίρτα ενός κουτιού, με τα οποία είχε προσπαθήσει όλη τη νύχτα να ζεσταθεί». Το σύντομο κείμενο του Αντερσεν κλείνει έτσι: «Τι βλακεία!είπε κάποιος διαβάτης,θαρρούσε πως θα ζεσταινόταν με αυτά».Το απολύτως λογικό σχόλιο του περαστικού επιβεβαιώνει την αντίληψη εκείνης της εποχής ότι το παιδί είναι ένα πρόπλασμα ενηλίκου και η συμπεριφορά του οφείλει να αντανακλά, αν δεν επιδεικνύει, τον ορθολογισμό του ενηλίκου. Οι σωματικές, βασανιστικές και συνεχείς τιμωρίες εξάλλου ήταν μέρος της διαπαιδαγώγησής του ώστε να απορροφήσει τις αρχές και, εξίσου, τις αυταπάτες του περιβάλλοντος κόσμου, πριν καλά καλά αυτός ο κόσμος γίνει δικός του.
Μαζικές κοινωνίες
Βρισκόμαστε τότε στη λεγόμενη «νεωτερική εποχή», η οποία θεμελιώνει και αναπτύσσει ταχύτατα μαζικές κοινωνίες μέσα από τη χρήση μηχανών, η λειτουργία και η αποδοτικότητα των οποίων προϋποθέτουν πλήθη χεριών ανδρών, γυναικών και παιδιών, που προσφέρουν τις σωματικές δυνάμεις τους έναντι μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης πιθανότητας επιβίωσης όσο αυτή η αγωνία δεν καταρρέει εξαιτίας ασθενειών, ατυχημάτων, προσωπικού εξευτελισμού. Η «κουλτούρα της διόγκωσης» (εξαιρετικό το βιβλίο του Joel Mokyr “A Culture of Growth, The Origins of the Modern Economy”, Princeton University Press, 2017) διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις διαχείρισης του ανθρώπου εντός μιας κοσμοθεωρίας κατάκτησής του («βιοεξουσίας», εννοούμε) δίχως θρησκευτικές και παραδοσιακές προστασίες. Σε αυτή τη συσσώρευση καταναγκαστικής υποταγής σε κρατικές, θεσμικές και, πριν από όλα, οικονομικές υποχρεώσεις προσφέρθηκε το αντίβαρο των δικαιωμάτων «του ανθρώπου και του πολίτη», ουτοπίες του Διαφωτισμού και των Επαναστάσεων. Αυτή η εξέλιξη ονομάστηκε «πρόοδος», τα παλαιά καθεστώτα έδιναν τη θέση τους σε μορφές λιγότερης ή περισσότερης δημοκρατίας, οι ελευθερίες της σκέψης και της έκφρασης καλλιεργούσαν έναν πολιτισμό που διαχεόταν στην κοινωνική πυραμίδα. Το περίεργο όμως είναι ότι η προσέγγιση του κόσμου των παιδιών, παρά τα επιτεύγματα παιδείας και διαπαιδαγώγησης, παρά τις επιτυχείς εκπαιδευτικές προσεγγίσεις σειράς μεταρρυθμιστών, δεν υπογράμμισε το αξίωμα «δεν είναι παιδιά – είναι άνθρωποι» και κατ’ ανάγκην «είναι πολίτες».
Το βιβλίο έγινε Σύμβαση
Αυτό το αξίωμα ανήκει στον Πολωνοεβραίο Χένρικ Γκόλντσμιθ, κατά κόσμον Γιάνους Κόρτσακ (1878 ή 1879-1942), γιατρό, παιδαγωγό, συγγραφέα, δημοσιογράφο, «ακτιβιστή» υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών. Το πιστεύω του επεξηγήθηκε σε πάμπολλα άρθρα και συγγράμματά του. Με ακρίβεια λεξιλογίου, με πάθος επιχειρημάτων και έναν ευθύβολο (σχεδόν ποιητικό) λόγο συνοψίζεται ως διακήρυξη, μανιφέστο, κατάθεση, διαθήκη, στο ολιγοσέλιδο βιβλίο του «Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό», του οποίου η πρώτη και μοναδική έκδοση όσο ζούσε ο συγγραφέας κυκλοφόρησε το 1929. Αυτό το βιβλίο, κορωνίδα της προσφοράς του, καθώς και οι ιδέες που το στηρίζουν αποτέλεσαν τη βάση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα από τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ το 1989 και ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των κρατών για την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων κάθε παιδιού. Εχει κυρωθεί από 194 χώρες και έγινε νόμος αυξημένης ισχύος στην Ελλάδα το 1992 (Ν. 2101/92).
Ο επαρκής αναγνώστης του βιβλίου του Κόρτσακ είναι βέβαιο πως θα προσέξει κάποιο ρομαντισμό στο κείμενο, που δεν είναι όμως άλλο από ένα δομημένο «αντιλέγω μετά φόβου γνώσεως»: οι ιδέες του συγγραφέα παραμερίζουν τις στείρες αντιπαραθέσεις ώστε να υπογραμμίσουν αρχές, με βασικό επιχείρημα ότι ο σεβασμός προς ένα παιδί δεν οφείλεται στην έμβια μοναδικότητά του, αλλά στο γεγονός ότι το μυαλό του είναι ξεχωριστό ανάμεσα σε ξεχωριστά μυαλά, ένα ανθρώπινο μυαλό που φτιάχνει το μυαλό του και, όσο το φτιάχνει, παίζοντας, λαθεύοντας, φωνάζοντας, κλαίγοντας, λέγοντας ψέματα ως αλήθειες, φτιάχνοντας πράγματα και γκρεμίζοντας άλλα, παλεύει να αποφύγει την υποταγή στο αβίωτο για να κερδίσει τη ζωή του, την άνθιση του βίου του. Να υπάρξει ως άνθρωπος!
Αν προσέξουμε ότι το έργο του Κόρτσακ αναπτύσσεται μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περίοδο γνωστή ως Μεσοπόλεμος, μπορούμε να υποψιαστούμε ότι το ζήτημα του «σεβασμού» προς το παιδί απέκτησε πρωτεύουσα σημασία για τον Κόρτσακ εξαιτίας των στρατιών ορφανών παιδιών που είχαν χάσει πατέρα, γονείς, συγγενείς τους κατά τις επιχειρήσεις του πολέμου, ιδιαιτέρως στην Πολωνία, πεδίο μαχών μεταξύ Γερμανών και τσαρικών όσο και μπολσεβίκων Ρώσων, αλλαγής συνόρων και αναρίθμητων πογκρόμ, που αν δεν εξαφάνισαν, αποδεκάτισαν εβραϊκούς πληθυσμούς. Σε εκείνο το ζοφερό περιβάλλον, η «δυναμική της καταστροφής» (Alan Kramer, “Dynamic of Destruction, Culture and Mass Killing in the First World War”, Oxford University Press, 2007) κατέστησε κατά σύστημα στόχους θανάτου τους αμάχους, για πρώτη φορά στους ευρωπαϊκούς πολέμους, με αναρίθμητα θύματα παιδιά, ανεξαρτήτως θρησκείας, τόπου κατοικίας, υπηκοότητας, ηλικίας.
Ο Κόρτσακ οργάνωσε και διαχειριζόταν ένα ορφανοτροφείο που βρέθηκε στο γκέτο της Βαρσοβίας κατά τη θρυλική αντίσταση των Εβραίων το 1942. Ενα πρωί του Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, το ορφανοτροφείο εκτοπίστηκε από το γκέτο και ο Κόρτσακ οδήγησε τα 125 προστατευόμενα ορφανά στο σημείο συγκέντρωσης από το οποίο ξεκινούσαν οι μεταφορές για τα στρατόπεδα του θανάτου. Βεβαιώνεται πως γερμανός αξιωματικός, που είχε διαβάσει ένα από τα βιβλία του Κόρτσακ για παιδιά και αναγνώρισε τον αποκαλούμενο από τα παιδιά «Γερο-Δόκτορα», του είπε πως μπορούσε να φύγει άφοβα. Ο Κόρτσακ απάντησε πως «όλοι οι άνθρωποι δεν είναι παλιάνθρωποι» και επιβιβάστηκε στο τρένο με τα παιδιά. Κατά την αποβίβαση στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, ένας άλλος γερμανός αξιωματικός, θαυμαστής του, επέμεινε να τον αφήσει ελεύθερο. «Υπήρχε μόνο μια τρομερή, εξαντλητική σιωπή», σημειώνει ένας μάρτυρας. «Κάποιο από τα παιδιά κρατούσε τον Κόρτσακ από τα ρούχα του, ίσως από το χέρι, περπατούσαν σαν σε έκσταση». Ετσι μπήκαν στον θάλαμο αερίων. To μόνο προσωπικό αντικείμενο του «Γερο-Δόκτορα» που έχει διασωθεί είναι τα γυαλιά του.
Ας θυμίσουμε πως το «Δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό» είναι αμφίβολο αν γίνεται σεβαστό. Η προσφορά του Κόρτσακ παραμένει πολύτιμη για έναν κόσμο που προσπαθεί να έχει μέλλον, φτύνοντας (όπως έλεγε ο Μπορίς Βιαν) πάνω στους τάφους του παρόντος του και του άθλιου παρελθόντος του.

Εικόνες και (φρικτές) μνήμες

Ξεχωριστό σημείωμα θα χρειαζόταν για δύο κινηματογραφικές ταινίες καθώς και για μια βιντεοσκοπημένη μαρτυρία:

– «Είστε ελεύθερος Δρ Κόρτσακ», γερμανική ταινία του 1975. Το έργο απεικονίζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του Γιάνους Κόρτσακ.
– «Korczak», ταινία του Αντρέι Βάιντα του 1990. Παρουσιάζει τη ζωή του γιατρού Κόρτσακ και αποσπασματικά το ναζιστικό έγκλημα εναντίον των παιδιών και των εκπαιδευτικών τους κατά τη υλοποίηση της Aktion Reinhardt («Επιχείρηση Ράινχαρντ») το 1942.
– Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Itzchak Belfer, τελευταίου επιζώντα των «παιδιών του Κόρτσακ» στο YouTube («The Last Korczak Boy», διάρκεια 25′).

Janusz Korczak

Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό

Επιμ. – μτφ. από τα πολωνικά Μπεάτα Ζουλκιέβιτς

Εκδ. Μεταίχμιο 2017, σελ. 112

Τιμή: 10 ευρώ