Το τέταρτο βιβλίο του διηγηματογράφου Χρήστου Οικονόμου κάνει μια τομή σε σχέση με το προηγούμενο έργο του. Τα τρία πρώτα βιβλία, «Η γυναίκα στα κάγκελα» (Ελλ. Γράμματα, 2003), «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (Πόλις, 2012, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος), «Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα» (Πόλις, 2014) κινούνται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, έστω και αν οι διαφυγές προς το μη ρεαλιστικό είναι λίγο-πολύ πάντα παρούσες. Στις «Κόρες του Ηφαιστείου» που μόλις κυκλοφόρησαν –και πάλι –από τις εκδ. Πόλις, ο αφοσιωμένος στη μικρή φόρμα συγγραφέας εξερευνά πολύ περισσότερο αυτό το μη ρεαλιστικό στοιχείο, που κινείται τώρα κάπου ανάμεσα στον λαϊκό θρύλο και τα συναξάρια, γενικότερα τη θρησκευτική παράδοση, επιχειρώντας να φτιάξει με παλιά, ξεχασμένα υλικά κάτι πολύ μοντέρνο.
Το εγχείρημα είναι και πολύ ενδιαφέρον και πολύ ριψοκίνδυνο. Ενδιαφέρον γιατί η χρήση της παράδοσης γίνεται κατά κανόνα με πολύ συντηρητικό τρόπο, οπότε μια νέα χρήση της από έναν συγγραφέα της νεότερης γενιάς με τη ματιά του 21ου αιώνα όχι μόνο μπολιάζει, θεωρητικά τουλάχιστον, το σήμερα με το παρελθόν κατά τρόπο δημιουργικό αλλά και ανασημασιοδοτεί το παρελθόν με σημερινούς όρους.
Είναι όμως και ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο γιατί η μετανεωτερική κοινωνία στην οποία ζούμε απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις αναφορές και τα σύμβολα του προνεωτερικού κόσμου, σε βαθμό που ένα τέτοιο εγχείρημα εξ ορισμού να κινδυνεύει να εκπέσει είτε σε κάτι υπερβολικά δυσνόητο είτε σε κάτι απόκοσμο. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πολλές ψυχοκοινωνικές συμπεριφορές παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο. Επιθυμίες και ένστικτα παραμένουν ίδια, κάποιες δοξασίες επίσης αντέχουν εντυπωσιακά, το περιτύλιγμά τους όμως έχει αλλάξει εντελώς και, μαζί του, και το προφίλ του φαντασιακού μας.
Και υπάρχει κάτι ακόμα: ενώ ο δυτικός μεσαιωνικός κόσμος παραμένει ορατός στον μέσο πολίτη καθώς έχει περάσει –με έναν ορισμένο τρόπο, βέβαια –μέσα από πλήθος έργων της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου που έχουν αποτυπωθεί στην κοινή συνείδηση, ο αντίστοιχος βυζαντινός υπολείπεται και σε αναγνωρισιμότητα αλλά και σε επεξεργασία μέσα από τα κανάλια της σημερινής τέχνης. Αρα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά μέχρι να μπορέσει κανείς να τον εντάξει με φυσικό τρόπο στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Επιχειρεί το ακατόρθωτο
Εδώ λοιπόν ο Χρήστος Οικονόμου επιχειρεί το ακατόρθωτο: να δημιουργήσει στη ζώνη της ορθόδοξης παράδοσης, μια σύγχρονη λογοτεχνία μαγικών στοιχείων, της οποίας όμως τα μαγικά αυτά στοιχεία, ως τώρα μάλλον ανύπαρκτα, μπορούν εύκολα να συνθλιβούν ανάμεσα στους στέρεους δυτικούς μεσαιωνικούς θρύλους και την υπέροχη υπερβολή του ανατολίτικου αραβικού παραμυθιού. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν, στο διήγημα «Το άλφα που κάνει το θύμα θαύμα», η κόρη αφηγείται στον πολύ άρρωστο πατέρα της, μέσα στο νοσοκομείο, ένα ανατολίτικο παραμύθι, η αφήγηση ρέει με πολύ μεγαλύτερη φυσικότητα από αλλού.
Ο Χρήστος Οικονόμου εξερευνά το πεδίο του μαγικού μέσα από την έννοια του θαύματος, που διατρέχει όλο το βιβλίο. Η δουλειά που έχει κάνει είναι φανερά κοπιώδης. Ετσι, όταν το διήγημα πατά σε στέρεο ρεαλιστικό έδαφος, τα πετάγματα που του δίνουν οι κατακτήσεις του συγγραφέα στο πεδίο του μαγικού, κάνουν την αφήγηση συναρπαστική. Οταν, αντίθετα, η εκκίνηση του θέματος έχει κάτι το απόλυτα υπερβατικό, το αποτέλεσμα μοιάζει να παραμένει εκκρεμές. Από αυτή την άποψη απολαυστικά είναι τα διηγήματα «Εκεί που σμίγουν πάντα» και «Η κόρη του Ηφαιστείου». Ο Χρήστος Οικονόμου διατηρεί ένα ωραίο επίπεδο χιούμορ σε όλο το βιβλίο ενώ επιτυχημένη είναι η ιδέα των αλαφροΐσκιωτων πρωταγωνιστών. Σε όλα περίπου τα διηγήματα υπάρχει ένας ήρωας ή –συνηθέστερα –μια ηρωίδα που έχει κάποια βίδα λιγότερη από το κανονικό, χωρίς αυτό να τον/την καθιστά εξωπραγματικό/ή, έτσι ώστε το αλλόκοτο στοιχείο, ανεξάρτητα από τις μεταφυσικές ή άλλες απολήξεις του, να εκκινεί από καταστάσεις γνώριμες στη ζωή μας. Κάπως έτσι μία γυναίκα που μπαίνει παραμονή Χριστουγέννων στα γραφεία ενός δημοσιογραφικού σάιτ προσπαθεί να πείσει τη δημοσιογράφο βάρδιας ότι είναι εγγονή του Στάλιν και ότι την κυνηγάει ο Πούτιν να τη σκοτώσει. Ή στο «Μη φοβάσαι, δεν έγινες ακόμα γυναίκα» μία από τις ηρωίδες φοράει κράνος μοτοσικλέτας επειδή την έχει τρομοκρατήσει η τηλεόραση ότι θα πέσουν πάνω της τα συντρίμμια ενός διαστημόπλοιου που επιστρέφει στη Γη.
Οι παρατηρήσεις
Κατά τα άλλα ο συγγραφέας κάνει ενδιαφέρουσες ενδιάμεσες παρατηρήσεις για τη σημερινή Ελλάδα, για την αξία του διαβάσματος ή την αξία της πίστης. Παρατηρήσεις τις οποίες ταυτόχρονα υπονομεύει την άλλη στιγμή: «Δεν υπάρχουν πια κεριά, τα κινητά τηλέφωνα και τα τάμπλετ είναι τα κεριά του εικοστού πρώτου αιώνα. Και αναρωτιέμαι πότε θα έρθει ο καιρός που οι άνθρωποι –τουλάχιστον όσοι πιστεύουν στην άλλη ζωή –θα ζητούν να τους θάβουν με το κινητό τους, ώστε, μόλις αναστηθούν, να προλάβουν να βγάλουν μια σέλφι». Ισως όμως η φράση που αντιπροσωπεύει όσο καμία άλλη το φιλόδοξο στοίχημα του βιβλίου, να είναι η ακόλουθη: «Πιστεύω στα θαύματα όπως όλοι οι λογικοί άνθρωποι»…