Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Ελισάβετ Χρονοπούλου έχει γεννηθεί το 1961 (δεν θα το γράφαμε αν δεν το σημείωνε η ίδια στο βιογραφικό της), σκέφτεται κανείς πως αποκτά μια μερική έστω συνείδηση του κόσμου γύρω στα 1973, σε ηλικία δηλαδή δώδεκα χρόνων. Αλλωστε η ίδια στο έξοχο διήγημά της «Ποτέ δεν έμαθα πιάνο» χρεώνει την ηρωίδα της, την Ασπα, ενώ είναι επτά χρόνων, στα 1942, με τόση έλλειψη προσοχής ώστε να μην έχει παρατηρήσει πώς είναι δυνατόν η δασκάλα του πιάνου της, η κυρία Μάτα, να γνωρίζει ενώ πρωτοέρχεται στο σπίτι της πού είναι το λουτρό ή την ύπαρξη της λεμονιάς στον κήπο, της καλά κρυμμένης ακόμη και για τους ενοίκους του σπιτιού. Πρόκειται για μια «λεπτομέρεια» που με διαφορετικές αλλά και συναρπαστικές εκδοχές συναντάει κανείς στα δέκα διηγήματα του «Ετερου εχθρού», τόσο μάλιστα ευεργετικώς πληθωριστικά, ώστε δεν αποκλείεται να συνιστούν και το «κλειδί» προκειμένου να κατανοήσει κανείς πώς είναι δυνατόν –παρά τα τουλάχιστον τριάντα χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στην Κατοχή και την «ενηλικίωση» της Ελισάβετ Χρονοπούλου –ιστορίες εμπνευσμένες στο σύνολό τους από τη δραματική αυτή περίοδο της Ελλάδας να απηχούν ένα τόσο δραματικό προσωπικά βίωμα επεξεργασμένο με ακραιφνείς λογοτεχνικούς όρους.
Εντιμότητα
Το ακόμη πιο αξιοπαρατήρητο, σε σχέση με τα διηγήματα του «Ετερου εχθρού», είναι μια εντιμότητα της συγγραφέως να μην επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία ως προς την έμπνευσή της και ενώ θα μπορούσε να υποθέσει ο κάθε αναγνώστης πως πρόκειται για ιστορίες που έχουν συμβεί στο οικογενειακό ή το ευρύτερο συγγενικό της περιβάλλον, και έχει ακούσει να τις αφηγούνται, παραθέτει στις βιβλιογραφικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου όχι μόνο τις πηγές για τις οποίες θα μπορούσε να ελεγχθεί (όπως είναι για παράδειγμα το δημοτικό τραγούδι «Της λυγερής και του χάρου» ή στίχους από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο βράχος και το κύμα» ή της Μυρτιώτισσας από το ποίημά της «Δεν βάσταξες, αγάπη μου») αλλά και ένα σωρό άλλες που μεταποιημένες μέσα στα διηγήματα, ακόμα και ο δαιμονιοδέστερος γνώστης της βιβλιογραφίας, όσον αφορά την Κατοχή, θα ήταν αδύνατο να ανιχνεύσει. Είναι τόση η αφηγηματική δεινότητα της Χρονοπούλου ώστε την αναπαράσταση μιας πραγματικότητας μακρινής, ξένης και άγνωστης από έναν σχετικά νέο άνθρωπο –παρά τα όσα έχουν γραφτεί για αυτήν –να την υποθέτει κανείς ως αποτέλεσμα μιας κυριολεκτικά μαντικής ικανότητας ώστε να αποδίδεται τελικά η πραγματικότητα αυτή με τόση πειστικότητα και με τόσο κύρος.
Τα σημειώματα
Η Χρονοπούλου δεν ονομάζει ως «Ετερο εχθρό» κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εννοείται, τους Ιταλούς ή τους Γερμανούς. Ο έτερος εχθρός δεν είναι παρά ο φόβος, όπως αναφέρεται σ’ ένα σημείωμα, που έχει γράψει και έχει κληροδοτήσει στον γιο του, σάμπως να τον χρίζει ως τον μοναδικό συντηρητή ενός περιστατικού προορισμένου να μη μνημονευτεί ξανά ποτέ –να μην υπάρξει δηλαδή –ο ήρωας του διηγήματος «Εν έτει 1942», το ίδιο όπως η ηρωίδα του διηγήματος «Λεβίδου 3, Κολωνός» έχει καταχωνιάσει στα άδυτα μιας τσάντας ένα διπλωμένο στα τέσσερα σημείωμα, αν και εξουσιοδοτούνταν σε περίπτωση που το έβρισκε να το παραδώσει στη γυναίκα του Βασίλη Τσατίρη, καπνεργάτη, γεννημένου στα 1917, σημείωμα που το είχε γράψει ο ίδιος λίγο πριν εκτελεστεί μαζί με άλλους έξι. Δύο σημειώματα που αν και γραμμένα την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες, μαζί με τη βεβαιότητα ότι η πραγματική ιστορία των ανθρώπων «διαφεύγει», όσο συγκλονιστικά κι αν μας μεταγγίζεται μια άκρη του μυστηρίου της, ταυτόχρονα μόνο μέσω της δοκιμασίας ενός ανθρώπου γεγονότα μεγάλης ιστορικής και ανέκκλητα δραματικής σημασίας, που ο χρόνος τα έχει καταστήσει συγκεχυμένα και αόριστα, μπορεί να επαναποκτήσουν τη λάμψη και την ακρίβειά τους, έστω κι αν έχουν μεσολαβήσει εβδομήντα πέντε χρόνια, όπως στην περίπτωση του «Ετερου εχθρού». Και ο Ευθύμιος Κολιόπουλος, ο κύριος Μαυρίδης, η Φιλίτσα, η γιαγιά Ματίνα, ο θείος Απόστολος, ο Μητσάκος, η Αντριάνα, η γιαγιά Γιωργίτσα, ο γερμανός Οτο, η κυρία Ασπα, η κυρία Μάτα, αισθάνεσαι την σχέση ανάμεσά τους ως συγκλονιστική ακόμη κι αν δεν έχουν συναντηθεί ποτέ στη ζωή τους, αφού δεν παύουν ως φορείς μιας εποχής, της κατοχικής, που θα έπρεπε να τους έχει συνθλίψει ως οδοστρωτήρας, να της ορθώνονται τόσο πιο αποφασιστικά όσο τον φόβο που μοιράζονται μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες τον βιώνει ο καθένας σαν μια προσωπική και, εν πολλοίς, μη μεταδόσιμη μοίρα.
Ομως το ακόμη πιο εντυπωσιακό με τον «Ετερο εχθρό» της Χρονοπούλου δεν είναι το να ενσωματώνει στα διηγήματά της, όπως το έχουμε σημειώσει ήδη, ως έκτακτη, προσωπικής έμπνευσης, αφηγηματική ύλη, στοιχεία που έχουν αντληθεί για παράδειγμα από το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές» ή από το βιβλίο του Αγγελου Τερζάκη «Προσωπικές σημειώσεις». Με τόσο πιο συγκινητική τη μνεία όσον αφορά το βιβλίο του δημιουργού της «Πριγκηπέσσας Ιζαμπώς» και της «Μενεξεδένιας πολιτείας» καθώς αναρωτιέσαι αν υπάρχει ένας ακόμη άνθρωπος σε ολόκληρη την επικράτεια που να θυμάται αυτό το περιεκτικά ολιγοσέλιδο βιβλίο με τις σημειώσεις του Τερζάκη για τα χρόνια της Κατοχής.
Θεοτοκάς και Χανδρινός
Το πραγματικά αξιοπαρατήρητο με τον «Ετερο εχθρό» είναι πως όσο τεκμηριωμένη είναι λογοτεχνικά η συνδρομή στη συγκρότησή του των βιβλίων πεζού λόγου που αναφέραμε (μην ξεχάσουμε επίσης το «Ημερολόγιο πολέμου ’40 – ’41» της Βιργινίας Ζάννα και τα «Τετράδια ημερολογίου 1939 – 1963» του Γιώργου Θεοτοκά), το ίδιο πολύτιμη αναδεικνύεται, για ένα πλήθος αναντικατάστατων πληροφοριών, ενσωματωμένων μέσα στην ανέλιξη των διηγημάτων ως στοιχείων μιας αδήριτης οργανικής σημασίας, η συμβολή μελετών όπως του Ιάσονα Χανδρινού «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 – 1944», ή της Βιολέττας Χιονίδου «Λιμός και θάνατος στην κατοχική Ελλάδα 1941 – 1944». Σε βαθμό που ένας άλλος τίτλος του βιβλίου «Ο έτερος εχθρός» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος «Η κοινή καταγωγή των ειδών του λόγου» (αν και θα ταίριαζε περισσότερο ως τίτλος ενός δοκιμιογραφικού βιβλίου) καθώς μια υψηλού επιπέδου μεταποίηση, αξιοποιεί τη λογοτεχνία ως μια πηγή αποκλειστικά έγκυρης πληροφορίας, τη δε πληροφορία ως μια πρώτης τάξεως ύλη προκειμένου να συγκινήσει ως λογοτεχνία.
Οπως αίφνης ότι δεν παίζεις πιάνο αν δεν είναι τα παπούτσια σου καθαρά –κάτι που λέει στη μικρή Ασπα η δασκάλα της μουσικής κυρία Μάτα στο διήγημα «Ποτέ δεν έμαθα πιάνο» –κι αν αποκτά μια τεράστια σημασία είναι ακριβώς γιατί είμαστε στα 1942, είναι πόλεμος, Κατοχή, καθετί που δεν έχει σχέση με το πώς θα κατορθώσει να ζήσει κανείς φαίνεται αμελητέο, απάνθρωπο. Ωστόσο η παράταιρη, η αντιφατική σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στον περίγυρο λεπτομέρεια, μόνο όταν συνδυάζεται με τις μεγάλες στιγμές του συλλογικού βίου, όπως ακριβώς στον «Ετερο εχθρό», εγγράφεται ως ένας καίριος υπαρξιακός μετεωρισμός και κάθε άλλο παρά ως αφηγηματική αμηχανία.
Ελισάβετ Χρονοπούλου
Ο έτερος εχθρός
Εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 136
Tιμή: 11 ευρώ