Στο μνήμα του μεγάλου τραγικού Αισχύλου που είχε αδελφό τον Κυναίγειρο (εκείνον που στη μάχη του Μαραθώνα όταν έφευγαν τα περσικά πλοία προσπάθησε να κρατήσει με το χέρι του ένα να μην απομακρυνθεί, κάποιος εχθρός τού το έκοψε και κείνος συνέχισε με το άλλο χέρι κι όταν κι αυτό του το έκοψαν προσπάθησε να κρατήσει το πλοίο με τα δόντια και τον αποκεφάλισαν –αλλά και ο ίδιος ο Αισχύλος ήταν οπλίτης στον Μαραθώνα και ναυμάχος στη Σαλαμίνα δέκα χρόνια αργότερα), στο μνήμα λοιπόν αυτού του τραγικού ποιητή έγραψαν πως ήταν ναυμάχος και πολέμησε μαζί με τους άλλους Ελληνες τους Πέρσες στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα.
Ο Καβάφης στο ποίημά του «Νέοι της Σιδώνος» αναφέρεται στα πλούσια παιδάρια της μετά τον Αλέξανδρο εποχής που διασκεδάζουν σε «κλαμπ» της Σιδώνος, πόλης πλούσιας και έκδοτης στες ηδονές, όταν πληρώνουν έναν θεατρίνο να τους διαβάζει ερωτικά ποιήματα, εκείνος κάποια στιγμή τους απαγγέλλει το επίγραμμα στον τάφο του Αισχύλου και τα φανατικά για γράμματα εκείνα παιδάρια αγανακτούν που ο ποιητής ναυμάχος σεμνύνεται για τους αγώνες του υπέρ ελευθερίας και όχι για τον Προμηθέα, τον Αγαμέμνονα, τον Ετεοκλή, την Κλυταιμνήστρα και τους άλλους αριστουργηματικούς ήρωες των τραγωδιών του.
Τα φανατικά εκείνα παιδιά που έλεγαν Ναι εν πρώτοις στην ασφάλεια και την ευημερία τους αλλά κυρίως στην παιδεία την εκλεκτική που τους είχε εξασφαλίσει η αλεξανδρινή εκστρατεία δεν μπορούσαν μέσα στην έπαρση και τη χλιδή που ζούσαν πως όφειλαν τα αγαθά που απολάμβαναν στο Οχι που είχαν υψώσει οι πρόγονοί τους. Και το Οχι εκείνο ήταν εν πρώτοις Οχι σε μια ζωή ηττημένη, υπόδουλη, ταπεινωμένη, εξαρτημένη, φορτική σαν ξένη.
Προϋπόθεση για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημιουργική, τολμηρή ζωή, μια κοινωνία που να λέει Ναι, να καταφάσκει στην πρόοδο, την αλληλεγγύη, την έμπνευση, την καινοτομία είναι να αρνηθείς, να πεις Οχι στην υποταγή, στη σκλαβιά και στην εξάρτηση από τη βούληση ενός άλλου που σου στερεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Το ίδιο δίλημμα ζωής είχαν και οι μεσολογγίτες πολιορκημένοι. Στερήθηκαν τα πάντα, αισθάνονταν πως τους «πείραζε» ακόμη και το αεράκι που φύσαγε από το βουνό και τους προκαλούσε να πουν Οχι στην πείνα, τη δίψα, τον θάνατο των νηπίων, και ένα Ναι στο φαΐ και σε μια γιορτή και μια παραδοσιακή τελετή.
Ο Μαραθώνας, η Σαλαμίνα, το Μεσολόγγι, το Μανιάκι, η Αλαμάνα (οι Θερμοπύλες παλιότερα), το ολοκαύτωμα στην Κρήτη, το Τεπελένι, το Ρούπελ, η Καισαριανή είναι τόποι τού Οχι στην ταπείνωση και στην υποτέλεια και προϋπόθεση για το Ναι στην αυτόνομη δημιουργία.
Ο Αισχύλος και ο ήρωας αδελφός του ήξεραν πως για να πραγματωθούν τα προσωπικά, ατομικά τους όνειρα, έπρεπε τα «όνειρα να πάρουν εκδίκηση», που λέει ο Ελύτης.
Οταν λοιπόν οι έλληνες φαντάροι αλλά και οι γέροντες και οι γυναίκες και τα παιδιά στα μετόπισθεν το 1940 έλεγαν Οχι στον δόλιο εχθρό έλεγαν Ναι στην ιστορία τους, στις λέξεις τους, στα τραγούδια τους, στους χορούς τους, στη φιλοσοφία ζωής και στη δίψα για παιδεία και δημιουργία.
Το Οχι των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία ήταν Οχι στον αφελληνισμό, στην απώλεια της γλώσσας, της πίστης, των ηθών και των παραδόσεων και ήταν Ναι την ίδια στιγμή στη δημιουργία μιας γενναίας ανώνυμης ποίησης και ενός στέρεου παραδοσιακού ιστού.
Οσοι γελοίοι σήμερα μέσα στην ασφάλεια που τους δώρισαν με αγώνες οι πρόγονοι χλευάζουν την παράδοση δεν αντιλαμβάνονται πως παράδοση είναι καθετί που αντέχει και επιβιώνει και προσφέρεται ως σκυτάλη για να επιδοθεί στον επόμενο σκυταλοδρόμο.
Οσα βλακόμουτρα σήμερα χλευάζουν τη λέξη και έννοια πατρίδα δεν αντιλαμβάνονται, οι αστοιχείωτοι, πως, όπως το έχω ξαναθυμίσει στους αμνήμονες, η λέξη πατρίς είναι επίθετο ουσιαστικοποιημένο όταν σιγήθηκε το ουσιαστικό γαία που συνυπήρχαν. Πατρίς γαία. Η γη όπου γεννήθηκε, μόχθησε και τάφηκε ο πατέρας μας, σας, τους!! Μόνο στα πάντα απροσδόκητα ελληνικά δημιουργήθηκε το γλωσσικό υβρίδιο: Μητέρα πατρίδα!!
Αρα λοιπόν τα Οχι των Ελλήνων είναι άρσει θετικά. Αρνούνται κάτι για να θέσουν κάτι σωτήριο στη θέση του. Αρνούμαι τη δουλεία, την εξάρτηση, την ταπείνωση, την αλλοτρίωση, την υποταγή, αποπροσωποίηση για να διασώσω την ελευθερία, τη δημιουργικότητα, την υπερηφάνεια, την αυθεντικότητα, την ανεξαρτησία, την εθνική μου ταυτότητα.
Πάλι θα γαυριάσουν οι ανθέλληνες, θα πουν αυτός μιλάει για εθνική ταυτότητα, όταν εμείς διατυμπανίζουμε πως η έννοια έθνος είναι κατασκευή, ιδεολόγημα, ιστορικό παραμύθι.
Ασ’ τους να λένε και να πληρώνονται οι μισθοί τους από τον έλληνα αγρότη, βοσκό, μάστορα, υπάλληλο, δάσκαλο, στρατιώτη στη σκοπιά που μιλάει τη γλώσσα που του έδωσε ο παππούς του («τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου» –Ελύτης), το λαδάκι στην κολυμπήθρα και στο καντηλάκι του τάφου που ευλόγησε η Αθηνά και η πατρική ακτή όπου έφτασε ταξιδεύοντας μέσα σε μύριες θάλασσες ο πνιγμένος ναυτικός από τη Σκιάθο για να βρει τη γαλήνη της πατρίδος γαίας, όπως αφηγείται ο Παπαδιαμάντης.
Ο Σεφέρης κάποτε στην Κύπρο σ’ ένα μοναστήρι είδε έναν καλόγερο να γυρίζει το μάγγανο στο πηγάδι, γέρικο ξύλινο μάγγανο, και ν’ ανεβάζει με τον κουβά νερό. Το μάγγανο έτριζε και ο σμυρνιός ποιητής, που είχε ζήσει στα νιάτα του στην πατρική εστία έξω από τη Σμύρνη, ακούγοντας αυτό το τρίξιμο το αποκάλεσε: «Φωνή πατρίδας»!
Ο Αισχύλος στην «Ορέστεια» εμμέσως αναφέρεται στην πατρίδα ως μυρωδιά, όταν καυχιέται ο Αγαμέμνονας πως έκαψε την Τροία, τη μυρίζει στις μυρωδιές τής χλιδής μιας πόλης που ταξιδεύει στον αέρα.
Φωνή πατρίδας, μυρωδιά πατρίδας, γεύση πατρίδας. Ναι, γεύση. Σκεφτείτε πως η λέξη νόστος (επιστροφή) του Ομήρου και το επίθετο νόστιμος (νόστιμον ήμαρ = η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα) έφτασε σε μας να σημαίνει γεύση, αφού ακόμη και στον μακροχρόνια ξενιτεμένο η πατρίδα αποτυπώνεται στις γευστικές μνήμες της μητρικής μαγειρικής.
Στην αλλοτρίωση της φωνής της πατρίδας, της μυρωδιάς των κίτρων (που λέει για τη Ζάκυνθο ο ξενιτεμένος Κάλβος), της γεύσης του πασχαλινού οβελία (για να του τη θυμίσω με παρακαλούσε στη Βουλγαρία ένας έλληνας φυγάς του Εμφυλίου) λέμε το Οχι μας για να ξαναγυρίσουμε στα Ναι της οδού που αρχίζει από το λίκνο και καταλήγει στον τάφο.
Ας μη μου δώσει η μοίρα μου / εις ξένη γην τον τάφο. / Είναι γλυκός ο θάνατος / μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα.
Κάλβος
Αυτοί οι ποιητές θα είναι πάντα οι εφιάλτες των εγχώριων ανθελλήνων.