Δικαιολογημένα να είναι ερωτική η σχέση των ποιητών με την Ελλάδα, οι πολιτικοί όμως δεν μας έχουν συνηθίσει σε μια αντίστοιχη επαφή μαζί της. Γι’ αυτό όσο και αν τον αναγνωρίζουμε ως ελληνολάτρη, τον πρώην υπουργό Ιωάννη Μ. Βαρβιτσιώτη, το κείμενό του για τον γενέθλιό του Ταΰγετο, μας προξενεί τη συγκίνηση που μόνον ένας αρμονικός συνταιριασμός της μυθολογίας, της ιστορίας και του παρόντος αυτής της ταλαιπωρημένης χώρας μπορεί να της δώσει τόσο βάθος και τόση προοπτική.
Hταν ένα ήρεμο φθινοπωρινό απόγευμα και μόλις είχα τελειώσει το γράψιμο ενός άρθρου σχετικά με τις απόψεις μου για την πρόταση της κυβέρνησης για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Είχα ασχοληθεί όλη την ημέρα με αυτό και αισθανόμουν την ανάγκη να ξεσκάσω. Ετσι, αποφάσισα να κάνω τον συνηθισμένο μου περίπατο στον Ταΰγετο, ένα από τα δύο βουνά που αγκαλιάζουν τη Σπάρτη. Απέναντί του ακριβώς ορθώνεται η οροσειρά του Πάρνωνα.
Ο Ταΰγετος είναι η υψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου. Η κορυφή του φτάνει τα 2.404 μέτρα και ονομάζεται Προφήτης Ηλίας. Η ονομασία Ταΰγετος, σύμφωνα με τον Παυσανία, ανάγεται στη μυθολογία. Προέρχεται από το όνομα μιας Ατλαντίδας η οποία έπεσε σε γκρεμό του βουνού και σκοτώθηκε λόγω της ντροπής που αισθάνθηκε από το εκβιαστικό ζευγάρωμά της με τον Δία. Ο Ταΰγετος εκτείνεται στους νομούς Λακωνίας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας και σε μήκος 115 χιλιόμετρα. Το πλάτος του είναι 30 χιλιόμετρα και η συνολική του έκταση φτάνει τα 2.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Κατά τους χειμερινούς μήνες εμφανίζονται ισχυρές χιονοπτώσεις που αρχίζουν από τα τέλη Νοεμβρίου και τα τελευταία μάλιστα χρόνια τα χιόνια διατηρούνται πάντοτε και μετά το Πάσχα. Ο Ταΰγετος τροφοδοτεί με νερό το κυριότερο ποτάμι της Νότιας Πελοποννήσου, τον Ευρώτα. Σήμερα στο βουνό κατοικούν αλεπούδες, λαγοί, σκαντζόχοιροι, κουνάβια, νυφίτσες, ασβοί και πλήθος από αγριογούρουνα. Ο Ταΰγετος αντιμετωπίζει συχνές πυρκαγιές, υπερβόσκηση και αλόγιστη υλοτόμηση.
Στην ανατολική πλευρά του Ταΰγετου βρίσκεται ο Μυστράς και η Σπάρτη ενώ στη δυτική η Καλαμάτα. Ο Ταΰγετος, τον οποίο ο Στρατής Μυριβήλης ονόμαζε «το αρσενικό βουνό», έχει όμορφα χωριά και μονοπάτια καλά οργανωμένα με πινακίδες που δείχνουν τη χιλιομετρική απόσταση για το κοντινότερο χωριό καθώς και τον χρόνο διάρκειας μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να διανύσει την απόσταση.
Από την άλλη πλευρά, η οροσειρά του Πάρνωνα έχει ύψος 1.934 μέτρα, είναι όμως πολύ πιο ομαλό βουνό από τον Ταΰγετο. Ο ορεινός όγκος καταλαμβάνει έκταση 2 εκατομμυρίων στρεμμάτων που εκτείνονται σε μήκος 45 χλμ. Ξεκινάει από την Τεγέα, μια κωμόπολη σχεδόν προάστιο της Τρίπολης, και απολήγει στον Κάβο-Μαλιά.
Ενα από τα πιο ψηλά χωριά του Πάρνωνα είναι η Βαρβίτσα (Μπαρμπίτσα) απ’ την οποία καταγόταν ο θρυλικός Κλέφτης του Μοριά, ο Καπετάν Ζαχαριάς ο Μπαρμπιτσιώτης (1759-1802) ο πρόγονος της οικογένειάς μου.
Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, αποφάσισα να αλλάξω τη συνηθισμένη μου διαδρομή και να ακολουθήσω μιαν άλλη που μου φάνηκε πιο βατή. Οπότε στο τέλος ενός μονοπατιού, 200 περίπου μέτρα από το τελευταίο κατοικημένο σπίτι του Μυστρά, βρέθηκα μπροστά στο θέαμα που αποτυπώνεται στη φωτογραφία (Αρχείο Φωτογραφικού Οίκου Γεωργιάδη, Σπάρτη).
Πρόκειται για ένα περίεργο σύμπλεγμα κτισμένο δίπλα σε μια ρεματιά με πυκνή βλάστηση και πολύ κοντά στην καστροπολιτεία του Μυστρά. Στα θεμέλια μιας βυζαντινής εκκλησίας υπάρχει μια κρήνη, στην κύρια πλευρά της οποίας είναι εντοιχισμένη σαρκοφάγος ρωμαϊκής εποχής. Το τοπωνύμιο της περιοχής το οποίο χρησιμοποιείται από αιώνες μέχρι σήμερα είναι Τριτσέλλα –το όνομα αυτό σημειώνεται σε χάρτη γάλλων αφηγητών –και το όνομα της εκκλησίας όπως πληροφορήθηκα αργότερα είναι Αϊ-Γιάννης των Βουβάλων. Μόλις αντίκρισα τη σύνθεση αυτή, έμεινα έκπληκτος από το αρμονικό σύνολο.
Αμέσως εγκατέλειψα τον περίπατό μου και βρέθηκα στο μοναδικό καφενείο της πλατείας του Μυστρά. Αρχισα να ρωτώ τους ηλικιωμένους, που ήταν αρκετοί, αν γνώριζαν κάτι για το σύμπλεγμα αυτό. Ολοι είχαν περάσει από εκεί, μα δεν είχαν δώσει καμία σημασία. Η προσπάθεια μου να πληροφορηθώ κάτι είχε αποτύχει.
Γύρισα στο σπίτι μου και άρχισα να αναζητώ κάποια εξήγηση στην πλούσια βιβλιοθήκη μου σχετικά με τον Μυστρά και την ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης. Πουθενά όμως δεν βρήκα την παραμικρή εξήγηση. Παράλληλα προσπαθούσα να βρω κάποιον που να γνωρίζει κάτι για το μνημείο. Δυστυχώς όμως ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός Σπαρτιατών το αγνοούσαν πλήρως. Η εικόνα αυτή με απογοήτευσε.
Η ιστορία αυτή μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Τελικά μια μέρα συζητώντας το θέμα αυτό με τον πρόεδρο του Συνδέσμου των εν Αττική Λακεδαιμονίων, τον Δημήτρη Καστάνη, Μυστριώτη στην καταγωγή, με πληροφόρησε ότι ξένοι περιηγητές περιγράφουν, γύρω στο 1850, το σύμπλεγμα τονίζοντας περισσότερο την κρήνη η οποία τους είχε εντυπωσιάσει. Συνάμα, μου έδωσε την μοναδική σχετική μελέτη που έχει γραφεί από την αρχιτέκτονα Δανάη Μαρίτσα η οποία με βοήθησε να βρω ορισμένα στοιχεία.
Εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι η κρήνη με τη σαρκοφάγο και ο κτισμένος από πάνω βυζαντινός ναός προκάλεσαν το ενδιαφέρον ξένων περιηγητών εδώ και τριακόσια περίπου χρόνια σε αντίθεση με την άγνοια των κατοίκων της περιοχής. Σ’ αυτό ίσως φταίει ότι ούτε ο Δήμος Μυστρά παλαιότερα και σήμερα Δήμος Σπαρτιατών, αλλά ούτε και η Αρχαιολογική Υπηρεσία προέβαλαν το μνημείο αυτό.
Το γενικότερο πρόβλημα το οποίο αναδεικνύεται από τις πάμπολλες περιηγήσεις μου σε αρχαιολογικούς χώρους είναι αν το κράτος ή οι τοπικές κοινωνίες είναι σε θέση να συντηρήσουν ανάλογα τοπία τα οποία προκαλούν διεθνές ενδιαφέρον. Δυστυχώς αμφιβάλλω. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεγαλύτερος τουριστικός οδηγός του κόσμου («Lonely Planet») ανακήρυξε ως τον καλύτερο προορισμό της Ευρώπης για το 2016 την Πελοπόννησο με ειδική μνεία στον Μυστρά.