«Στο σύνολο των αδικημάτων οι Ελληνες προηγούνται σαφώς με 779 έναντι 344 των Ιταλών και 189 των Ρώσων. Στις ανθρωποκτονίες οι Ελληνες έχουν υπερδεκαπλάσιες επιδόσεις από τους Ιταλούς στη δεύτερη θέση. Σαφή υπεροχή επιδεικνύουν οι Ελληνες και στους βιασμούς, τις επιθέσεις τις κλοπές και τις ληστείες. Στα ναρκωτικά έχουν περίπου το μονοπώλιο. Στο μόνο αδίκημα που υστερούν κάπως οι συμπατριώτες μας στη Νέα Υόρκη του 1929 ήταν η οπλοκατοχή. Εκεί προηγούνται σαφώς οι Ιταλοί, με 63,3% έναντι 28,2% των δικών μας».

Και να φανταστεί κανείς ότι τα στοιχεία αυτά προέκυψαν κατά την αναζήτηση του κιθαρίστα Δημήτρη Μυστακίδη για τα πρώτα ρεμπέτικα της Αμερικής! Τα στατιστικά δεδομένα περιλαμβάνονται στην περίφημη έκθεση «Ουίκερσαμ» και αφορούν άτομα άνω των 18 ετών στην πολιτεία της Νέας Υόρκης το έτος 1929. Δεν είναι μάλιστα τα μόνα ντοκουμέντα που ήρθαν στα χέρια του μουσικού, όταν άρχισε την πλοήγησή του στον κόσμο του ρεμπέτικου. Η μεγάλη έκπληξη προήλθε από τα συμπεράσματα των τελευταίων σελίδων, όπως λέει ο επίμονος μουσικός ερευνητής. «Αν πάρει κανείς τα στοιχεία απομονωμένα, ακούγονται πραγματικά. Απεικονίζουν, όμως, ένα μικρό μόνο κομμάτι της αλήθειας. Η μεγάλη εικόνα είναι πως οι Ελληνες τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης στην Αμερική όπου αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη ήταν κοινωνικά αποκλεισμένοι. Και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν υπέπιπταν σε παράνομες πράξεις, κάτι που έκαναν όλοι όσοι είχαν μπει στο περιθώριο». Σκοτεινές, περιθωριακές και γεμάτες απόγνωση εικόνες έχουν όλες οι ιστορίες της μετανάστευσης στο πέρασμα του χρόνου.

Από το ίδιο μελάνι, σύμφωνα με τον Δήμητρη Μυστακίδη, γράφονται και οι σημερινές. Πιστεύει δε ότι ο χρόνος που περνά αγριεύει αυτό το αφήγημα. Και ο καλύτερος καθρέφτης για τις κρυφές πτυχές των ειδώλων ή των μύθων είναι η τέχνη. «Ετσι άρχισα να ξετυλίγω το νήμα από τις πρώτες δισκογραφήσεις της εποχής στην Αμερική όταν ακόμη στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ίσως ούτε ως ιδέα. Κάπως έτσι εντόπισα τα πρώτα ρεμπέτικα και ύστερα από πολύ κόπο και αμφιταλάντευση κατέληξα στα συγκεκριμένα που υπάρχουν στο δίσκο “Amerika”». Ο ιστός που συνδέει αυτά τα κομμάτια είναι όλα όσα βίωναν όσοι προσπαθούσαν να δραπευτεύσουν από τις δυσβάσταχτες συνθήκες της Ελλάδας στο τέλος του 19ου αιώνα: η οδύνη του αποχωρισμού, το ατελείωτο ταξίδι με τις εξαντλητικές συνθήκες για τη γη της επαγγελίας, η μάχη για την προσαρμογή και την επιβίωση, η νοσταλγία, η περιθωριοποίηση, η εγκληματικότητα, η νοσταλγία και η ελπίδα της επιστροφής στην πατρίδα.

Τα τραγούδια που έχει διασκευάσει ο Δ. Μυστακίδης είναι τα: «Και γιατί δε μας το λες», «Ο ντόκτορ», «Ελληνική απόλαυσις» (με ηχογραφήσεις αναφοράς τις διασκευές του Γιώργου Κατσαρού), το «Γουέστ» (ηχογράφηση αναφοράς, η διασκευή Χαρίλαου Πιπεράκη ή Κρητικού), ο «Παραπονιάρης», «Το καλογεράκι», «Το μωρό μου» (ηχογραφήσεις αναφοράς οι διασκευές του Κώστα Δούσα), ο «Πινόκλης» (στίχοι – μουσική: Δημοσθένης Ζάττας), «Μη με ξεχνάς στα ξένα» (ηχογράφηση αναφοράς, η διασκευή του Αχιλλέα Πούλου), «Χτες το βράδυ στου Καρίπη» (στίχοι – μουσική: Γιώργος Κατσαρός), «Μανώλης ο χασικλής» (στίχοι – μουσική: Γιάννης Δραγάτσης ή Ογδοντάκης), ο «Κουμαρτζής» (στίχοι – μουσική: Χαρίλαος Πιπεράκης ή Κρητικός), «Στρίβε λόγια» (Στίχοι: Γιώργος Καρράς, Μουσική: Ζάχος Θάνος) και «Τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα» (ηχογράφηση αναφοράς η διασκευή του Μανώλη Καραπιπέρη).

ΤΣΙΜΠΗΤΗ ΚΙΘΑΡΑ. Ο δίσκος είναι γραμμένος με μια κιθάρα και μεταφέρει εικόνες από εκείνα τα χρόνια, όταν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού είχαν μεταναστεύσει ο Κατσαρός, ο Κώστας Δούσας και ο Κωστής Μπέζος, μάστορες στην τεχνική της τσιμπητής κιθάρας. Αυτά τα ιδιότροπα παιξίματά τους ο Μυστακίδης τα λαμβάνει υπόψη, τα περνάει από το δικό του ευγενικό φίλτρο και προτείνει τις δικές του διασκευές και επανεκτελέσεις από εκείνα τα ρεμπέτικα που κυκλοφόρησαν και παίχτηκαν ζωντανά μόνο στην Αμερική. «Ομως υπάρχει ένα κομμάτι, το “Μη με ξεχνάς στα ξένα”, το οποίο ήταν ηχογραφημένο όχι με τη συνήθη τεχνική της τσιμπητής κιθάρας αλλά με ολόκληρη ορχήστρα. Εγώ το αντέστρεψα και πρότεινα την απογυμνωμένη, ας πούμε, εκδοχή του για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο γενικότερο ηχόχρωμα που ήθελα να αποτυπώσω στο δίσκο». Υπάρχει όμως και άλλη μια ιδιοτροπία που διαφοροποιεί αυτό τον δίσκο από τον προηγούμενο, το «Ντεσπεράντο». «Μέχρι τώρα πειραματιζόμουν με τη φωνή και τον ήχο της κιθάρας, απογυμνώνοντας τα τραγούδια από οποιαδήποτε άλλο όργανο. Τώρα είναι με ολόκληρη κιθάρα». Η τεχνική και η μαεστρία, το υπέροχο παίξιμο και η δωρική ερμηνεία είναι στοιχεία που διαποτίζουν τις δουλειές του Δημήτρη Μυστακίδη.

Πίσω από τη μουσική εργασία κρύβεται και μια προσωπική αγωνία να δώσει κάτι περισσότερο από 3 λεπτά ψυχικής ευχαρίστησης. Και αυτό κρύβεται στην αφιέρωση που κάνει ο Μυστακίδης στο τέλος του δίσκου.

«Το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές. Είδα μια ανήμπορη χώρα να διώχνει τα παιδιά της, τη μεγαλειώδη προσπάθεια επιβίωσης και προσαρμογής, τη δύναμη του ονείρου».