θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, όποτε και αν
γίνουν αυτές.
Το δείχνουν αυτό οι περιοδείες του Πρωθυπουργού σε Θεσσαλία και Λάρισα και οι νέες υποσχέσεις που έδωσε προς τους τοπικούς παραγωγικούς φορείς επιχειρώντας να επουλώσει τις πληγές από την αθέτηση των προεκλογικών δεσμεύσεών του. Το αποδεικνύουν η μία μετά την άλλη οι κινήσεις και πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, που ευθυγραμμίζονται σε μία συνισταμένη: τη στρατηγική της προσέγγισης συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορούν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Μεταξύ αυτών και κατηγορίες που βρίσκονται στα όρια της κοινωνικής περιθωριοποίησης, που έχουν διευρυνθεί δραματικά στα χρόνια των Μνημονίων και για τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω των ιδεολογικών καταβολών του, θεωρεί ότι έχει προνομιακή σχέση συγκριτικά με τα άλλα κόμματα που πολιτικού τόξου.
Μόνο τυχαίες δεν είναι οι προαναγγελίες της κυβέρνησης –ανεξάρτητα από το αν αυτές μετουσιωθούν τελικά σε πράξη λόγω των σοβαρών αντιρρήσεων των δανειστών –για διανομή κοινωνικού μερίσματος σε οικονομικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού με πολύ χαμηλά εισοδήματα. Και όχι η διανομή του σε χαμηλοσυνταξιούχους, όπως συνέβη πέρυσι, αφού η επικρατούσα κυβερνητική αντίληψη είναι ότι οι μεγάλες περικοπές στις συντάξεις –συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν ψηφισθεί για το 2019 –έχουν υπονομεύσει ανεπανόρθωτα τις εκλογικές προσδοκίες που μπορεί να υπάρχουν από τη συγκεκριμένη κατηγορία ψηφοφόρων.
Στον ίδιο εκλογικό σχεδιασμό εντάσσονται και οι προσδοκίες –με αβέβαιο προς το παρόν αποτέλεσμα –του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για την εξασφάλιση δανείου από την Παγκόσμια Τράπεζα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν προγράμματα εγγυημένης απασχόλησης διετούς διάρκειας σε 300.000 ανέργους τα επόμενα χρόνια. Οι άνεργοι που υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο είναι, αναμφίβολα, κρίσιμος «παίκτης» στο παιχνίδι της κάλπης. Στο «χαρτί» αυτό ετοιμάζεται να παίξει τα εκλογικά του «ρέστα» ο ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι αλήθεια ότι οι τεκτονικές μεταβολές που έχουν επέλθει στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον τα τελευταία χρόνια έχουν στη βάση τους την αναγκαστική συνειδητοποίηση του μνημονιακού –με τη μία ή την άλλη μορφή –μέλλοντος της χώρας από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Γι’ αυτό και, όπως εκτιμούν πολικοί και οικονομικοί παράγοντες, το παιχνίδι των επόμενων εκλογών δεν θα κριθεί από το ποιος θα φανεί ως ο καλύτερος εγγυητής της εξόδου από τα Μνημόνια. Θα κριθεί από τις προσδοκίες που θα δημιουργήσει ο κάθε ένας από τους πολιτικούς σχηματισμούς στο κύριο ζητούμενο, το οποίο είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που έχει ανάγκη η χώρα.
Ωστόσο, γενικές και αόριστες υποσχέσεις για περισσότερες δουλειές που θα έρθουν από την αύξηση των επενδύσεων είναι εξισώσεις με μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας ως προς το αποτέλεσμά τους, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν επιβεβαιωθεί θα πάρει χρόνια. Αλλά και οι πρόσκαιρες θέσεις χαμηλού επιπέδου απασχόλησης, παρά το όποιο άμεσο κοινωνικό αποτέλεσμά τους, κινούνται κατά βάση σε λογικές ψηφοθηρίας, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης και δεν είναι η λύση στο μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Γι’ αυτό και απαιτούνται πειστικές και χειροπιαστές απαντήσεις από όλα τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την ψήφο του ελληνικού λαού. Φτάνουν οι αυταπάτες.