Είναι προφανές πως το κυβερνητικό σχήμα βρίσκεται στη δύση του. Πολλοί προοδευτικοί πολίτες που πίστεψαν στη δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθούν έκπληκτοι όχι μόνο τη ρεαλιστική «μνημονιακή» προσαρμογή του αλλά και τον πολιτικό κυνισμό της νέας εξουσίας.
Η εικόνα αυτή οδηγεί σε ένα είδος μιθριδατισμού και παραίτησης. Μια αίσθηση ματαιότητας κυριαρχεί. Πίσω από αυτή τη σεβαστή πολιτική και ψυχολογική στάση κρύβεται όμως και μια δύσκολη επιλογή προσωπικού αναστοχασμού. Η επιλογή δηλαδή να ξαναδείς με ειλικρίνεια και αυτογνωσία την επιπολαιότητα ορισμένων βασικών παραδοχών που είχαν σημασία τότε που έγιναν οι επιλογές υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη και πιο βασική αφορά το πρόκριμα του λαϊκισμού στο οποίο η καταιγίδα των υποσχέσεων –και του ριζοσπαστικού λόγου –φάνταζε εξ αρχής υπερβολική και κυρίως δεν είχε σχέση με τον σχετικό ρεαλισμό της μεταδικτατορικής Αριστεράς –αυτής του Κύρκου και του Φλωράκη –που «μέτραγαν» πολύ τις υποσχέσεις τους και αντιμετώπιζαν με εξαιρετική σοβαρότητα το πολιτικό σύστημα. Η δεύτερη αφορά την απουσία οποιουδήποτε ιδεολογικού και προγραμματικού ορίζοντα μέσα σε μια πάγια περιρρέουσα κουλτούρα διαμαρτυρίας που επικράτησε και επικρατεί στη χώρα. Οταν ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει μέγιστες δυσκολίες να διαμορφώσει ένα εναλλακτικό σχέδιο στην κραταιά νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα, στην παγκοσμιοποίηση και στον ισχυρό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό πώς μπορεί να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι μια ριζοσπαστική νεοκομμουνιστική Αριστερά είναι ικανή να κυβερνήσει σε μια διαφορετική κατεύθυνση; Και πώς είναι δυνατό αυτή η φαντασίωση να αποτελεί μάλιστα στοιχείο μιας σφοδρής πολιτικής πόλωσης απέναντι σε όσους και όσες είχαν επικαλεστεί μια πιο μετριοπαθή αντιμετώπιση της μνημονιακής «εφόδου»;
Αυτές οι παραδοχές είχαν μόνο ένα άλλοθι. Τη σύγκριση με το λεγόμενο «παλαιό πολιτικό σύστημα». Παρά το γεγονός ότι είμαστε σήμερα μάρτυρες παραπλήσιων μεθόδων διακυβέρνησης (πελατειακό κράτος, διαπλοκή) που μέσα σε δυο μόλις χρόνια γίνονται ορατά, η ίδια η σύγκριση έχει απόλυτη απόσταση από ιδεολογικά και πολιτικά διακυβεύματα. Ενα νέο ή ένα παλαιό πολιτικό σύστημα δεν κρίνεται μόνο από την ηλικία του αλλά από τις ιδεολογικές του συντεταγμένες. Είναι συντηρητικό; Είναι φιλελεύθερο; Είναι προοδευτικό; Είναι σοσιαλδημοκρατικό; Είναι κομμουνιστικό; Ο,τι και αν είναι, έχει πολιτικά σύμβολα και πολιτικό περιεχόμενο. Δεν είναι προϊόν στο ράφι του σουπερμάρκετ για κατανάλωση. Κατά συνέπεια κρίνεται ως τέτοιο και ως τέτοιο γίνεται αποδεκτό ή όχι. Μόνη εξαίρεση αποτελεί προφανώς η περίπτωση της διαφθοράς, που από μόνη της και ανεξάρτητα τα όποια πολιτικά προτάγματα είναι καταδικαστέα και απορρίπτεται χωρίς δεύτερη σκέψη.
Εδώ είμαστε λοιπόν. Σε μια δύσκολη ψυχαναλυτική άσκηση για την παραδοχή του λάθους. Ομως η σημασία αυτής της παραδοχής είναι μια χειραφέτηση από όσα ζούμε σήμερα με την αυταπάτη της αριστερής στροφής! Οι προοδευτικοί πολίτες που έκαναν αυτές τις επιλογές και σήμερα βρίσκονται σε απογοήτευση είναι μπροστά στο «στάδιο του καθρέφτη» όπως μας έλεγε ο Λακάν. Θα κρίνουν όμως τη νέα πολιτική περίοδο που σιγά σιγά μπαίνουμε.
Ο Θόδωρος Μαργαρίτης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ και του Κεντρικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης