Στην Ερμούπολη Σύρου κάθε μέρα συμβαίνουν τα εξής λίγα πράγματα: ο οδηγός του μικρού πούλμαν – λεωφορείου, ξεχαρβαλωμένου και τριζάτου από τον καιρό και την υγρασία της θάλασσας, ανεβαίνει τον δρόμο από το λιμάνι για να εκτελέσει το δρομολόγιο που καταλήγει στον λόφο της Ανάστασης. Οπως δηλαδή βλέπει την Ερμούπολη από το λιμάνι ένας ταξιδιώτης του πλοίου, είναι η δεξιά πλευρά με μία εκκλησία στην κορυφή της.
Σε αυτό το λεωφορείο αν έχεις τύχη και βρεθείς συνεπιβάτης με κάποιους από τους κατοίκους του Βροντάδου θα νιώσεις ξεχωριστός. Οχι επειδή είσαι άνθρωπος της πρωτεύουσας και οικτίρεις τους υπερήλικους νησιώτες που δεν έχουν συγκοινωνία για να κυκλοφορούν έως τα μεσάνυχτα. Η εμπειρία είναι μοναδική για άλλον λόγο. Για τον λόγο ότι το λεωφορείο και οι συνεπιβάτες εκδηλώνουν συμπτώματα «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων». Και σε εμφάνιση είναι ο παράξενος συνδυασμός παλιών ναυτικών με μπίτνικς. Ανθρώπων που κυνήγησαν τα κύματα, δούλεψαν με τα χέρια τους, αλλά στο ενδιάμεσο δουλειάς και παύσης εκτιμούν τη σημασία του πουκάμισου φορεμένου με σακάκι. Του παντελονιού με τσακισμένη πιέτα και δετά παπούτσια. Το δρομολόγιο αυτό είναι λοιπόν εμπειρία απώλειας και ανακάλυψης. Είναι ένα πέρασμα σε άλλη χρονικότητα. Και μία μετάβαση στο σύμπαν της απρόσμενης και ανυπολόγιστης φιλοξενίας. Ανάμεσα σε μικροκαμωμένους παππούδες που συνήθως κρατάνε μια πλαστική τσάντα με λίγα ψώνια από την «αγορά» και φάρμακα. Με άλλες γεροδεμένες γυναίκες νοικοκυρές που έχουν βροντερή, κελαρυστή φωνή και συνήθως μιλάνε μεταξύ τους για τη βροχή που δεν λέει να πέσει για να φέρει λίγο νερό στις στέρνες τους. Ή για συνταγές «σουπερμαρκετικών» προσφορών με τις οποίες παθιάζονται για να χορτάσουν εφηβικά στόματα και γαργαντούες συζύγους, που η μαστορική εργασία τους ανοίγει την όρεξή τους. Τα μαθαίνεις όλα, ακούσια… Σε προσκαλούν στη συνομιλία τους, κάνοντας χώρο στα καθίσματα για να νιώσεις μαζί τους το τράνταγμα της διαδρομής στον φιδογυριστό ανηφορικό δρόμο. Για εκείνους είναι απλά καθημερινότητα. Με ή χωρίς Μνημόνιο.
Ο ξένος που θα βρεθεί ανάμεσά τους θα είναι συνοφρυωμένος, μαζεμένος και αποδιωκτικός σαν τον κάκτο με μυτερά αγκάθια. Γιατί είναι ξαφνιαστικό να μπεις στον ρυθμό του «βρονταδιώτικου» τίποτα, όπου σημασία έχει ο καιρός. Ισως και ο γιατρός. Είναι όμως αναπάντεχο να βλέπεις ανεμοδαρμένα πρόσωπα με ανοιχτά χαμόγελα που ενώ μιλάνε έντονα και ιδιωματικά κατεβαίνουν από το λεωφορείο και χαιρετίζονται μεταξύ τους «γεια σου, αγάπη μου». Αυτό το τίποτα της διαδρομής καλύπτεται συχνά από τα επιφωνήματα εκείνων που τρομάζουν από τα τριξίματα της ρόδας, ή από το ύψος του στενού δρόμου που είναι σαν να αγκαλιάζει έναν γκρεμό και μία θάλασσα.
Την επόμενη μέρα θα συμβεί το ίδιο. Ο ξένος επιβάτης θα είναι αδιάκριτος παρατηρητής στις ζωές των γύρω του: η παραλλαγή θα προκύψει στη διαδρομή με μία μαυροντυμένη γιαγιά που θα φορά αθλητικά υφασμάτινα παπούτσια με ροζ βούλες. Δώρο άραγε κάποιας εγγονής που της τα άφησε μετά τις διακοπές του καλοκαιριού; Ή μήπως λαχνός στις αγαθοεργίες της ενορίας; Η απολαυστική απουσία έντασης στα πρόσωπά τους δεν θα μαρτυρήσει κάποιο από τα προσωπικά τους δεδομένα. Για τους κατοίκους του Βροντάδου, όπως και για εκείνους που έχουν ορίσει ως σύστημα ζωής τον μικρόκοσμο της γειτονιάς τους, ο κόσμος θα είναι θαυμάσιος. Οπως τον έγραψε ανεστραμμένα στο ρεμπέτικό του πενήντα χρόνια πίσω ο Μάρκος Βαμβακάρης: «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς / και ψεύτικη η ζωή μας». Και όπως τον είδε την ίδια χρονιά σε μία άλλη μακρινή γειτονιά, η τζαζ φυσιογνωμία του Λούις Αρμστρονγκ, τραγουδώντας με τη βραχνή φωνή του: «Τι θαυμάσιος κόσμος».