Πάει καιρός, δεν θυμάμαι πια πότε –ου γαρ έρχεται μόνον –που έπεσε στα χέρια μου μια ευφάνταστη μελέτη. Εκεί διάβασα ότι, εάν υπήρχε μια ανθρώπινη κοινωνία με τον σημερινό τεχνολογικό πολιτισμό –ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ανεπτυγμένη –αλλά με γενετικό προκαθορισμό το μέσο προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου να είναι τα επτακόσια χρόνια, αντί για τα εβδομήντα – ογδόντα που είναι σήμερα, όλοι οι άνθρωποι (όσοι, εν πάση περιπτώσει, θα επιζούσαν από τις υπόλοιπες αιτίες θανάτου) θα πέθαιναν τελικά σε τροχαία ατυχήματα. Σε μια τέτοια κοινωνία, το τροχαίο ατύχημα θα είχε αναχθεί σε ένα είδος ειμαρμένης, ένα κισμέτ αναπόφευκτο για όλα τα ανθρώπινα όντα. Από αυστηρά στατιστική σκοπιά, είτε δέκα χρονών ήσουν είτε τετρακοσίων, μια ημέρα των ημερών θα βρισκόσουν κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Ηταν ένα γοητευτικό διανοητικό παιχνίδι για εκείνους που ερευνούν τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στη στατιστική και στη μοίρα.
Καθώς οι περισσότεροι από εμάς, τα χρόνια της κρίσης, τριγυρνάμε στους δρόμους σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, ανήμποροι να καταλάβουμε πώς μας βρήκε το κακό, εάν πάντοτε θα μας βρίσκει ή εάν θα μπορέσουμε κάποτε να το αποφύγουμε, είναι φυσικό να στρέφουμε το βλέμμα και να ζητάμε παρηγοριά είτε σε ολιστικές συνωμοσιολάγνες θεωρίες (μας έχουν βάλει στο μάτι οι ξένοι επειδή προφανώς είμαστε οι εξυπνότεροι και οι ομορφότεροι) είτε σε πιο ψύχραιμες εκτιμήσεις που τολμούν να ψελλίσουν, εάν είναι ποτέ δυνατόν, ότι μπορεί να φταίμε κι εμείς λιγουλάκι. Δεν είναι τυχαίο ότι, με διαφορά ενός χρόνου, δύο βιβλία που δεν θα τα χαρακτήριζες εύπεπτα ούτε θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά ότι θα σκίσουν στα ταμεία, κέρδισαν την προσοχή ενός αναγνωστικού κοινού αισθητά ευρύτερου από το κοινό που οιοσδήποτε σύμβουλος εκδόσεων θα μπορούσε να προβλέψει: οι «Καταστροφές και θρίαμβοι – Οι επτά κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας» του πολιτικού επιστήμονα Στάθη Καλύβα (Παπαδόπουλος, 2015) και οι «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016» του καθηγητή Ιστορίας Γιώργου Δερτιλή (Πόλις, 2016).
Οπως προδίδουν οι σχοινοτενείς τίτλοι τους, αμφότερα τα βιβλία αναζητούν ένα τέμπο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ένα ρεφρέν που επαναλαμβάνεται κατά τακτά διαστήματα, άλλοτε μας βυθίζει στη λύπη, άλλοτε μας γεμίζει με χαρά, αλλά συνολικά μας καταδικάζει σε μια μανιοκαταθλιπτική κατάσταση, σε μια φαύλη σπείρα εθνικής χαρμολύπης. Ασφαλώς τα αίτια είναι πολλά, επάλληλα και λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Κατά τον Δερτιλή, πρώτη υπεύθυνη είναι η γεωγραφία: «Το ελληνικό κράτος είχε την ιστορική ατυχία να γεννηθεί σε ένα σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Ηταν ένας γεωπολιτικός και γεωοικονομικός χώρος στον οποίο συγκρούονταν, από τον 18ο αιώνα ή και νωρίτερα, τα συμφέροντα πέντε αυτοκρατοριών: της Οθωμανικής, της Αυστριακής, της Ρωσικής, της Βρετανικής και της Γαλλικής». Αυτήν την κομβική θέση θα εκμεταλλευτούν οι Νεοέλληνες ευθύς εξαρχής. «Ο ελληνικός εθνικισμός», γράφει ο Καλύβας, «ήταν από τους πρώτους που έκαναν την εμφάνισή τους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την εμφάνιση εθνικών κρατών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».
Ο αλυτρωτισμός, το εμβρυουλκό του ελληνικού εθνικισμού –«η επιθετική φυγή προς τα εμπρός» σχολιάζει ο Δερτιλής –εκτός από τον «βαρύτατο φόρο αίματος» είχε κι ένα δυσβάστακτο οικονομικό κόστος. Η λογική ακολουθία είναι αμείλικτη: το κόστος του πολέμου οδηγεί στον υπερδανεισμό και ο υπερδανεισμός στην πτώχευση. Η ακολουθία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, καθώς κανένας δεν τολμάει να την παραβιάσει: «Οι στρατιωτικές δαπάνες έφθασαν έτσι να θεωρούνται απόδειξη του πατριωτισμού μιας κυβέρνησης ή ενός κόμματος –πλην του κομμουνιστικού, το οποίο τις εψήφιζε κατά περίσταση. Οι πιο ένθερμοι πατριώτες, μάλιστα, υποστήριζαν ανέκαθεν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν ανεπαρκείς».
Μολονότι η Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, θεωρείται ως η ληξιαρχική πράξη θανάτου του ελληνικού αλυτρωτισμού, τόσο το αντίπαλον δέος της Τουρκίας όσο και οι νατοϊκές υποχρεώσεις κατόπιν θα εκτοξεύσουν τις στρατιωτικές δαπάνες σε διαχρονικά αφύσικα υψηλά επίπεδα. «Οταν το όνειρο αυτό [του αλυτρωτισμού] θρυμματίστηκε στα παράλια της Σμύρνης», παίρνει τη σκυτάλη ο Καλύβας, «η χώρα βίωσε μια έντονη εσωστρέφεια που διήρκεσε έως τη δεκαετία του 1950, όταν η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη έδωσε ώθηση στο αφήγημα του εκσυγχρονισμού». Μονάχα που το αφήγημα του εκσυγχρονισμού δεν άργησε να βρεθεί πάλι στην εύκολη και ψηφοθηρικά σαγηνευτική ατραπό του υπερδανεισμού –τρώμε από τα έτοιμα –και φτου από την αρχή…
Γιατί τα παθήματα δεν μας γίνονται μαθήματα; «Η Ιστορία σπανίως διδάσκει και ουδέποτε επαναλαμβάνεται» καγχάζει ο Δερτιλής. Πιθανόν επειδή πάσχουμε από το σύνδρομο του Ανασφαλούς Νάρκισσου (έτσι το βάφτισα κάποτε) που τόσο αδρά περιγράφει και ο Καλύβας: «Οπως ισχύει σε όλες τις χώρες, ο τονισμός της μοναδικότητας και της ανωτερότητας του έθνους συνιστά έναν μεγάλο κι εν πολλοίς φυσιολογικό πειρασμό, απαραίτητο ίσως για την τόνωση της συνοχής του. Στη χώρα μας, όμως, η ιδιαίτερη βαρύτητα της αρχαίας κληρονομιάς έχει ενισχύσει αυτόν τον πειρασμό στο έπακρο. Ωστόσο, η αναντιστοιχία ανάμεσα στον υπερτονισμό της εθνικής ανωτερότητας και τη συχνά δυσάρεστη καθημερινή πραγματικότητα τροφοδοτεί ένα έντονο αίσθημα διαρκούς κατωτερότητας και πληγωμένης υπερηφάνειας».
Εξίσου πιθανόν είναι η άρρηκτη σχέση εμένα του ψηφοφόρου με εσένα τον πολιτευτή να έχει οικοδομηθεί πάνω στη συνήθεια να σε ψηφίζω, όχι με γνώμονα εάν θα με πείσεις με τις απόψεις σου, αλλά εάν θα με πείσεις ότι έχεις πειστεί από τις δικές μου απόψεις, τις δικές μου εμμονές, τις δικές μου φοβίες και τις δικές μου προκαταλήψεις. «Αν υποθέσουμε», συμπεραίνει ο Δερτιλής, «ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού της κοινωνίας μας πάσχουν από αμάθεια και/ή από ακρισία, αυτό το πλήθος είναι για τους δημαγωγούς η μεγαλύτερη δεξαμενή εκλογέων. Και αν σε αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος προσθέσουμε, μιμούμενοι τον Ερασμο, τους αναπόφευκτους βλάκες που όλες οι κοινωνίες περιλαμβάνουν, το εκλογικό σώμα θα εκλέγει συνεχώς και ενθουσιωδώς τους δημαγωγούς ηγέτες δύο ευρυτάτων παρατάξεων».
Ακούγονται πολύ ηθικοπλαστικά όλα αυτά; Ενα δασκαλίστικο σηκωμένο δάχτυλο σε έναν λαό που για τίποτε δεν φταίει και όλα πάντοτε καρτερικά τα υπομένει; Μια γιγαντιαία επιχείρηση για να επιρριφθεί η ευθύνη στον μοναδικό αθώο του αίματος; Ακόμη και αν μια ανάλογη σκοτεινή πρόθεση ελλοχεύει, δεν παύει να είναι κι ένα εργαλείο για να κατανοήσουμε ότι το δικό μας κισμέτ δεν είναι γραμμένο στα άστρα. Μπορούμε να το αλλάξουμε. Μονάχα που αυτή η αλλαγή δεν θα είναι ένα ακόμη άδειο ρητορικό τσόφλι. Θέλοντας και μη, όσο και αν μας ξεβολεύει, θα πρέπει πρώτα να περάσει από μια αργή, οδυνηρή διαδικασία αυτογνωσίας.