Οταν πήγα στο Δημοτικό είχαν περάσει 25 χρόνια από την Κατοχή. Οσα, δηλαδή, από την αρχή της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα. Με δεδομένο ότι έχω ακόμη στην ντουλάπα μου ρούχα από τα nineties, καταλαβαίνω ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν εγώ ήμουν παιδί, ήταν για τους γονείς και τους παππούδες μου μια εκδοχή ενεστώτα χρόνου. Με ιστορίες από την Κατοχή μεγάλωσα λοιπόν, που ήταν όμως οι προσωπικές ιστορίες των δικών μου ανθρώπων. Και με την απειλή «Μην τυχόν και δεν φας την τελευταία σου μπουκιά γιατί θα γίνει Κατοχή και θα ξαναπεινάσουμε». Σαν σίδερο κατέβαιναν όλες εκείνες οι τελευταίες μπουκιές που της κατάπινα με βουρκωμένα μάτια απορώντας πώς είναι δυνατόν να εξαρτάται από τον δικό μου ουρανίσκο αυτό που, αργότερα, θα έλεγα παγκόσμια ειρήνη. Κι αν καμιά φορά έβαζα, στα μουλωχτά, το φαγητό στο πιάτο της αδελφής μου, ήμουν σίγουρη ότι το επόμενο πρωινό θα με ξυπνούσαν οι σειρήνες.
Αχ αυτές οι σειρήνες που η μαμά μου μού τις περιέγραφε σαν τον χειρότερο ήχο του κόσμου. Μαζί με εκείνο το «Πεινάω» που άκουγε, κοριτσάκι κι εκείνη τότε, στον δρόμο. Και το επαναλάμβανε στις διηγήσεις της με έναν τρόπο που άλλοτε μου φαινόταν σαν θραύσμα τραγουδιού και άλλοτε σαν γρύλισμα ζώου. Βλέπετε, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Σύρος, ένας βράχος που παράγει ελάχιστα, είχε στην Κατοχή, με πληθυσμό είκοσι δύο χιλιάδες, πάνω από πέντε χιλιάδες νεκρούς από την πείνα. Ποσοστά αντίστοιχα με αυτά της Αθήνας.
Ο μπαμπάς μου, από την άλλη, δεν μου πολυμιλούσε για τις δικές του αναμνήσεις από τον πόλεμο. Ελεγε πως αυτά δεν είναι για κορίτσια. Στη βιβλιοθήκη του όμως ανακάλυψα μια επίτομη ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα αγγλικά. Εκδοση του BBC. Δεν καταλάβαινα τι έγραφε αλλά έβλεπα τις φωτογραφίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους αποσκελετωμένους Εβραίους, τους ομαδικούς τάφους. Φόβος στην παιδική ψυχή μου. Που ανατροφοδοτούσα διαβάζοντας στον «Μικρό Ηρωα» για το κολαστήριο της οδού Μέρλιν όπου ήταν η Γκεστάπο και συγχρόνως ξόρκιζα τρώγοντας όλες τις μπουκιές μου και τιμώντας σχολαστικά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Μην τυχόν ξεχάσουμε να βάλουμε σημαία στο μπαλκόνι και ξαναγίνουν όλα αυτά.
Ε, μετά μεγάλωσα. Και συνειδητοποίησα ότι φάω – δεν φάω εγώ, η Ιστορία θα κάνει τα δικά της κουμάντα. Ξενέρωσα και με τον «Μικρό Ηρωα». Μεγάλωσα κι άλλο, στο δικό μου σπίτι δεν έχω καν σημαία. Ο πατέρας μου έχει φύγει εδώ και καιρό, η κυρία που φροντίζει την κατάκοιτη μητέρα μου τα πρώτα χρόνια έβλεπε τις σημαίες στα γύρω μπαλκόνια, κρεμούσε και τη δική μας. Τώρα στη γειτονιά μένουν νέοι, δεν κρεμάνε σημαίες, πού να θυμάται και η γυναίκα από την Ουκρανία τις δικές μας εθνικές επετείους. Και στη Μέρλιν 5 υπάρχει τώρα ένα κατάστημα καλλυντικών που επισκέπτομαι συχνά. Η 28η Οκτωβρίου είναι απλώς μια αργία, άντε να πέσει κοντά σε Σαββατοκύριακο, να βγει και η εφημερίδα νωρίτερα, να τσιμπήσουμε τριημεράκι. Το πολύ πολύ να δούμε στην τηλεόραση το «Η Μεσόγειος φλέγεται» να γελάσουμε με τον Πρέκα.
Κι όμως, νοσταλγώ εκείνο το κοριτσάκι που κρατούσε σφιχτά το σημαιάκι του για να ξορκίσει το κακό. Είναι βαρύ αλλά και καθησυχαστικό να νομίζεις ότι από τη δική σου μπουκιά εξαρτάται το αν θα αιματοκυλιστεί ο κόσμος. Την καταπίνεις με το ζόρι και όλα πάνε καλά.