Ημουν τότε εισηγητής στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπεύθυνος για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Ρωσία, που είχε το καθεστώς της «επιτηρούμενης χώρας».
Είχα τις αγαθότερες των προθέσεων και έδειχνα κατανόηση για πολλές παρατυπίες. Ισχυε, παραδείγματος χάριν, η ποινή του θανάτου, που είχε καταργηθεί σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αν και οι κυβερνήσεις Πούτιν και Μεντβέντεφ δεν είχαν εφαρμόσει ποτέ τη σχετική διάταξη. Μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μια συντριπτική πλειοψηφία (πέραν των δύο τρίτων) του ρωσικού λαού ήταν υπέρ της διατήρησης της εσχάτης των ποινών. Ενα άλλο ζήτημα σοβαρό ήταν η ύπαρξη, από την εποχή του Τσάρου, της φοβερής και τρομερής «Προκουρατούρα», ιδιόμορφης εισαγγελικής Αρχής, που είχε ένστολους και οπλοφορούντες υπαλλήλους, δικά της κρατητήρια και φυλακές και ήταν «καβάλα» στη διάκριση των εξουσιών, ταυτόχρονα δηλαδή δικαστική Αρχή και εκτελεστική εξουσία.
Μου είχε έρθει η πληροφορία ότι στην πόλη Νοβοσιμπίρσκ, που βρισκόταν στα έσχατα όρια της Ρωσίας, κοντά στα σύνορα της Κίνας, του Καζακστάν και της Μογγολίας, υπήρχε μια φυλακή γυναικών όπου οι συνθήκες κράτησης ήταν εξαιρετικά οδυνηρές για τις κρατούμενες. Ερώτησα πώς μπορούσε να πάει κανείς στο Νοβοσιμπίρσκ. Ο ταχύτερος και φθηνότερος τρόπος ήταν μια απευθείας πτήση που ξεκινούσε από τη Φρανκφούρτη. Η εταιρεία λεγόταν Siberia Airlines και μου ήταν εντελώς άγνωστη. Ερώτησα τον φίλο μου, Στέλιο Γκολέμη, γνωστό για τη δράση του στις εναέριες συγκοινωνίες από και προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και πληροφορήθηκα αυτό που δεν γνώριζα και ίσως και εσείς να αγνοείτε ότι από την άποψη της ασφαλείας σημασία έχει το αεροδρόμιο από το οποίο απογειώνεσαι και όχι η εταιρεία. Επί του προκειμένου η απογείωση από τη Φρανκφούρτη καθιστούσε ασφαλή την πτήση της Siberia Airlines.
Επιβιβάστηκα λοιπόν σε αυτήν την πτήση και ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη. Ολοκαίνουργιο αεροπλάνο, αναπαυτικότατα καθίσματα, εξαιρετικό φαγητό, μόνο οι αεροσυνοδοί ήταν κάπως σιτεμένες αλλά εγνώριζαν τη δουλειά τους άριστα. Μιάμιση ώρα μετά την άφιξή μου στο ξενοδοχείο ειδοποίησα ότι θέλω να επισκεφθώ τις γυναικείες φυλακές της πόλης. Οταν έφτασα εκεί μια έντονη μυρωδιά λαδομπογιάς με υποδέχθηκε. Στο ψυγείο της καντίνας υπήρχαν πλήθος εδέσματα και μου προτάθηκε να ανοίξουμε ένα κελί, που κανονικά δεν έπρεπε να έχει πάνω από τέσσερις τροφίμους αλλά εστέγαζε 12 κρατούμενες σε αλλεπάλληλα κρεβάτια. Εζήτησα να μου ανοίξουν το ακριβώς απέναντι κελί. Επειτα από μια μικρή καθυστέρηση γιατί… είχαν χαθεί τα κλειδιά, το κελί άνοιξε και μέσα σε συνθήκες απερίγραπτες ανακαλύψαμε στριμωγμένες 32 κρατούμενες.
Τους είπα λοιπόν πως έχω κάνει σε φυλακή, ότι είναι περιττό να μετακινούν κρατούμενες από κελί σε κελί, να φρεσκοβάφουν με λαδομπογιές τους τοίχους των διαδρόμων και να γεμίζουν την καντίνα με πρωτοφανή τρόφιμα για να δείξουν πόσο καλά περνάγανε οι κρατούμενες, ως επί το πλείστον έμποροι ναρκωτικών από τις συνοριακές περιοχές της Κίνας και του Καζακστάν. Τους είπα ακόμη ότι δεν είχα έρθει για να τους δυσκολέψω αλλά για να τους βοηθήσω να προωθήσουν τα αιτήματά τους για τη βελτίωση του θεσμού.
Πήρε τον λόγο τότε ο βασικός συνομιλητής μου, ένας αξιοπρεπέστατος συνταγματάρχης της «Προκουρατούρας». Μου είπε ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με το συνεχώς αυξανόμενο εμπόριο ναρκωτικών, που είχε κατακλύσει την πόλη και ότι αλλεπάλληλα αιτήματά τους για τη δημιουργία νέων κτιρίων και πρόσληψη προσωπικού είχαν μείνει αναπάντητα από τις κεντρικές Αρχές της Μόσχας. Τους διαβεβαίωσα τότε, ακόμη μία φορά, για τις καλές μου προθέσεις. Τους είπα ότι αντιλαμβάνομαι πλήρως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τέλος, τους υποσχέθηκα ότι η φωνή μου θα λειτουργούσε ως πίεση απέναντι στην αδιαφορία και τη γραφειοκρατική ραστώνη των Αρχών του κεντρικού κράτους. Εμεινα με την εντύπωση ότι είχε προκύψει μια win – win κατάσταση, όπως θα έλεγε και ο ανεκδιήγητος αυτός Βαρουφάκης.