Ενα χαρισματικό πρόσωπο, ένα αστέρι ή λαμπρός διάττων, λειτουργεί σαν οθόνη στην οποία ο καθένας από τους μυριάδες θαυμαστές του προβάλλει κάτι από τη δική του ψυχή. Ο Τσε Γκεβάρα –λόγου χάριν –υπήρξε αυθεντικός κομμουνιστής για τους κομμουνιστές, αιώνιος μηχανόβιος έφηβος για τους εφήβους ενώ η λατινοαμερικάνικη «Θεολογία της Απελευθέρωσης» είδε στο πρόσωπό του μια αντανάκλαση του Ιησού Χριστού. Το ίδιο συμβαίνει με τις εθνικές επετείους. Κάθε γενιά, κάθε ιθύνουσα τάξη τις οικειοποιείται, τις μεταπλάθει, τις νοηματοδοτεί ανάλογα με τις δικές της ανάγκες.
Οι πρώτοι εορτασμοί της 28ης Οκτωβρίου που εγώ θυμάμαι ήταν διαποτισμένοι από το αποκρουστικό ιδεολόγημα της 21ης Απριλίου. Η χούντα συνδύαζε το «Οχι» με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», πρόβαλλε τον Ιωάννη Μεταξά σαν προπάτορα του Γεωργίου Παπαδοπούλου, ενστάλαζε και στις ψυχές των νηπίων ακόμα πομπώδη μιλιταρισμό. Η Ιστορία, όπως την αφηγούνταν στην ΥΕΝΕΔ, οδηγούσε από την Πίνδο κατευθείαν στον Γράμμο –όπου το 1949 συνετρίβη ο «σλαβοκομμουνισμός» –και κορυφωνόταν το ξημέρωμα που ο Παττακός κατέβασε τα τανκς στους δρόμους της Αθήνας. Το παραμύθι ήταν για γέλια, κατήντησε δε για κλάματα όταν, στην επιστράτευση του 1974, οι φαντάροι άνοιγαν τα κιβώτια που περιείχαν –υποτίθεται –όπλα και έβρισκαν μέσα πέτρες. Το στρατιωτικό καθεστώς απεδείχθη ανίκανο ως και να διεξαγάγει πόλεμο.
Κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση, η 28η Οκτωβρίου εορταζόταν με το βλέμμα προς ανατολάς. Τα επίσημα διαγγέλματα μιλούσαν για τη φασιστική Ιταλία μα εννοούσαν την Τουρκία, η οποία είχε πρόσφατα καταλάβει τη μισή Κύπρο. Η Ελλάδα εμφανιζόταν μονίμως σαν τον νεαρό Δαβίδ που με τη σφεντόνα του θα πετύχαινε, από ώρα σε ώρα, κατακούτελα τον κακό γίγαντα. Χαρακτηριστικό, που αποσιωπούνταν κομψά, ήταν ότι κανένας από τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής –αν και όλοι βρίσκονταν σε ηλικία –δεν είχε συμμετάσχει στο έπος του ’40. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε απαλλαγεί για λόγους υγείας, ο Ανδρέας Παπανδρέου σπούδαζε στην Αμερική, ο Χαρίλαος Φλωράκης ήταν κιόλας κομμουνιστής και τους κομμουνιστές δεν τους έστελναν στο μέτωπο… Ο καλλιτεχνικός αντίθετα ανθός του τόπου, από τον Ελύτη και τον Τσαρούχη μέχρι τον Τσιτσάνη είχε φωνάξει «Αέρα!». Σφίγγοντας ίσως το όπλο στα παγωμένα χέρια σου, μαθαίνεις να βγάζεις φωτιά και με το μολύβι και με το πινέλο και με το μπουζούκι σου…
Οταν, το 1981, σήμανε η «Αλλαγή» και αναγνωρίστηκε επιτέλους η Εθνική Αντίσταση, θυμάμαι ηλικιωμένους, παλιούς αντάρτες, να πρωτοπηγαίνουν στις παρελάσεις, ντυμένοι επίσημα –με κοστούμι και γραβάτα εννοείται -, με την καρφίτσα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο πέτο τους. Η 28η Οκτωβρίου είχε γίνει και δική τους γιορτή. Τέτοια αγαλλίαση ένιωθαν, τέτοια ευγνωμοσύνη προς τον Ανδρέα που είχε υποκλιθεί στις θυσίες της νιότης τους, ώστε τον ψήφιζαν και τον ξαναψήφιζαν αβλεπί.
Κατά την εποχή των παχιών αγελάδων, του λάιφσταϊλ και του χρηματιστηρίου, εκείνο που ενδιέφερε την πλειονότητα των Ελλήνων ήταν εάν η 28η Οκτωβρίου θα έπεφτε Παρασκευή ή Δευτέρα, ώστε να ενωθεί με το Σαββατοκύριακο και να τους εξασφαλίσει ένα τριήμερο στην Αράχοβα. Στις πίστες της Βουλγαρίας ακόμα καλύτερα, που θα το είχε ήδη στρώσει. Ας μην ξαναρχίσουμε ωστόσο τώρα το αυτομαστίγωμα. Σε περιόδους γενικής ευημερίας –φυσικής ή τεχνητής –το εθνικό φρόνημα φυσικό είναι να υποχωρεί. Οταν περνούν οι άνθρωποι καλά, δεν ανατρέχουν στο ιστορικό παρελθόν προκειμένου να βρουν νόημα και φρόνημα. Σχεδιάζουν –στην καλύτερη –το μέλλον τους. Βουλιάζουν –στη χειρότερη –ηδονικά μες στο παρόν τους.
Με τη χρεοκοπία του κράτους το 2010 και τη συλλήβδην απαξίωση του παλαιού πολιτικού προσωπικού, η ριζοσπαστική Αριστερά –που έγινε πρόθυμα λαϊκιστική για να έρθει στα πράματα –εκμεταλλεύθηκε ανενδοίαστα τους προγονικούς της μύθους. Τα σύμβολα κατήντησαν άλλοθι. Οσο ενέδιδε η κυβέρνηση στις μνημονιακές επιταγές τόσο μεγαλύτερα πορτρέτα του Αρη Βελουχιώτη κοσμούσαν τα γραφεία των υπουργών της. Οσο θα απολαμβάνει ο Πρωθυπουργός την εξαιρετική χημεία του με τον Ντόναλντ Τραμπ τόσο εκκωφαντικότερα θα ηχούν στις παρελάσεις τα αντάρτικα, παιγμένα σαν εμβατήρια από μπάντες που πλήττουν, από μουσικούς που κοιτάνε το ρολόι τους, βιάζονται να σχολάσουν, να φτάσει το βράδυ για να δροσίσουν σε κάποιο τζαζ κλαμπ την ψυχή τους.
Πώς το έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις; «… Μια απελευθέρωση που δεν πρόλαβε να γίνει λαϊκή. Την κατάγραψαν με ευκολία εθνική και τη γιορτάζουν στα Δημαρχεία και στις Νομαρχίες…»
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε και σήμερα.