Δεν είχε το σεξ απίλ του Ελβις. Ούτε και τον ανακατωσούρικο χαρακτήρα του Λιτλ Ρίτσαρντ ή του Τζέρι Λι Λιούις. Η ίδια η καλλιτεχνική προσωπικότητά του, η αντανάκλασή της στην παρουσία του, δεν εξελίχθηκε ιδιαίτερα μέσα στα χρόνια. Μπορούσες να ξεμπερδέψεις μαζί της, παρακολουθώντας σχεδόν μια οποιαδήποτε συναυλία του: ένας καλόβολος, τροφαντός τύπος, που βολευόταν πρόθυμα στο πιάνο, στρεφόταν στο κοινό χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο πλατύ όσο η καρδιά του, έπειτα ζύγιαζε στα πλήκτρα τα χέρια του, διακοσμημένα με ένα βαρύτιμο δαχτυλίδι στο σχήμα του αγαπημένου του οργάνου κι ευθύς αμέσως επιδιδόταν σε συνθέσεις κεφάτες ή χουζούρικες, αλλά πάντως ρυθμικές. Θα ήταν ωστόσο άδικο να περιορίσεις τον Φατς Ντόμινο, που στις 24 Οκτωβρίου άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο, στη φυσιογνωμία του. Θα ήταν άδικο να τεκμηριώσεις την αξία του, αναφέροντας τα 65 εκατομμύρια δίσκους του. Στο κάτω κάτω, μιλάμε για τον άνθρωπο που στις μάταιες αλλά γοητευτικές φιλονικίες για τα τραγούδια που γέννησαν το ροκ εν ρολ έχει τις περισσότερες ίσως πιθανότητες να βγει νικητής.

Γεννήθηκε το 1928 στη Νέα Ορλεάνη. Ηταν το νεότερο από τα οκτώ παιδιά δύο Κρεολών, οι οικονομικές δυσχέρειες των οποίων τον ανάγκασαν να δουλεύει από μαθητής κιόλας, σε ένα παγοποιείο ή σε ένα εργοστάσιο στρωμάτων. Στην ίδια περίπου ηλικία μαγνητίστηκε από ένα πιάνο που, κατά τα ειωθότα της Νέας Ορλεάνης, απλώς βρισκόταν στο οικογενειακό σπίτι και κάπως έτσι ο Αντουάν άρχισε να παίζει στα τοπικά μπαράκια. Το 1947, ένας μαέστρος ονόματι Μπίλι Ντάιαμοντ δέχτηκε να τον ακούσει στη διάρκεια ενός μπάρμπεκιου και εκείνος έπαιξε τόσο καλά που προσκλήθηκε στην πρώτη του επαγγελματική μπάντα. Ο Ντάιμοντ τού κόλλησε το παρατσούκλι «Fats», αφενός γιατί το παίξιμο του Ντόμινο θύμιζε εκείνο του ομότεχνού του Φατς Γουόλερ και αφετέρου γιατί ήδη τα είχε τα κιλάκια του. Ο ίδιος ο Ντόμινο δεν στερούταν αυτοσαρκασμού: η πρώτη του κυκλοφορία, έχοντας μόλις υπογράψει στην Imperial Records, λεγόταν «The Fat Man» και περιείχε στίχους όπως «τα κορίτσια με γουστάρουν, γιατί έχω τον τρόπο μου». Ακόμα καλύτερα, εν έτει 1949, το «The Fat Man» βασιζόταν στο αριστερό, ρυθμικό χέρι του πιανίστα, δίνοντας έμφαση σε χτύπους και παλμούς, παραπάνω από δημοφιλείς στο ιδίωμα του ροκ εν ρολ.

Η σχεδόν παιδιάστικη ανεμελιά της μουσικής του άρεσε και σε μαύρους και σε λευκούς. Οι πωλήσεις του πήγαιναν τόσο καλά που μόνο ο Ελβις μπορούσε να τις συναγωνιστεί και σουξέ σαν τα «I’m Walking», «Valley of Tears», «Blueberry Hill» ή «Be My Guest», γραμμένα κυρίως μαζί με τον σταθερό συνεργάτη του, Ντέιβ Μπαρτόλομιου, σκαρφάλωναν στις υψηλές θέσεις των καταλόγων επιτυχιών. Το «Ain’t That a Shame», ένα τραγούδι χωρισμού ερμηνευμένο με μπόλικη και τελικά λυτρωτική χαρά, ήταν εκείνο που έφερε τον Ντόμινο ενώπιον ενός ακόμα πιο κυρίαρχου εμπορικά κοινού. Στις συναυλίες όπου παιζόταν, ο τραγουδιστής του παρέμενε ντροπαλός, όχι χωρίς να αφήνει χώρο για μερικές πολυτέλειες: λέγεται ότι στις περιοδείες του ο Ντόμινο έπαιρνε μαζί του διακόσια ζευγάρια παπούτσια και τριάντα κοστούμια. Πριν από το τέλος κάποιου σόου, συνήθιζε να σπρώχνει το πιάνο του με την κοιλιά του, έτσι, για να παιδιαρίσει λιγάκι.

Θα χρειαζόταν να έρθουν τα μέσα της δεκαετίας του ’60 για να σημειωθούν οι πρώτες σημαντικές μειώσεις στην εμπορική απήχησή του. Το φταίξιμο δεν ήταν δικό του κι ας είχε αλλάξει συνεργάτες και δισκογραφική: ξαφνικά, η γενιά του ολόκληρη αντιμετωπιζόταν ως κάτι το μπανάλ ή ως κάτι ιερό, άρα παροπλισμένο. Η «βρετανική εισβολή» συγκροτημάτων όπως οι Ρόλινγκ Στόουνς και οι Μπιτλς, η επέλαση της ροκ γενικά, υποβίβασαν τον Ντόμινο στα νάιτ κλαμπ του Λας Βέγκας. Οι περιοδείες δεν σταμάτησαν, αλλά πάντως μειώθηκαν, ενώ κάτι περιστασιακά φλερτ με τον τζόγο άρχισαν να ζητούν το τίμημά τους. Στις επόμενες δεκαετίες η υγεία του έφθινε, μέχρι που το 1995, σε μια εμφάνιση στο Σέφιλντ της Αγγλίας, εκείνο το κόλπο με το πιάνο και την κοιλιά τον έστειλε στο νοσοκομείο με αναπνευστικά. Ο Ντόμινο περιορίστηκε σε συναυλίες εντός των ορίων της γενέτειράς του, όχι απαραίτητα προς δυσαρέσκειά του: τα εισοδήματά του παρέμεναν ικανοποιητικά, χώρια που κατά δήλωσή του πουθενά αλλού δεν μπορούσε να βρει φαγητό που να τον ευχαριστεί. Το γεγονός ότι επέμενε να κατοικεί σε μια εργατική γειτονιά της πόλης τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό στους κατοίκους της.

Το 2005, ο τυφώνας Κατρίνα ρήμαξε το σπίτι του και αρκετά από τα υπάρχοντά του. Για πολλές μέρες ο Ντόμινο ήταν αγνοούμενος και αργότερα μαθεύτηκε ότι είχε γλιτώσει με τη βοήθεια ενός συνεργείου διάσωσης. Εναν χρόνο αργότερα, η συναυλία του σε ένα ντόπιο φεστιβάλ ακυρώθηκε λόγω προβλημάτων υγείας, ενώ το 2008, η γυναίκα του, Ρόζμαρι, με την οποία είχαν αποκτήσει οκτώ παιδιά, πέθανε. Οι εμφανίσεις του περιορίστηκαν περαιτέρω: το 2007, σε μια επίσης ντόπια μουσική διοργάνωση, έπαιξε πέντε μόλις τραγούδια. Κι όμως, η επιρροή του σε μουσικούς όπως ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ και ο Τζον Λένον, αλλά και σε είδη ολόκληρα, όπως το ροκ εν ρολ, στο οποίο είχε προσδώσει λίγο από τον ανέμελο χαρακτήρα του, αναγνωριζόταν και με το παραπάνω. Την είχε υπογραμμίσει κι ο Ελβις, σε μια συνέντευξη Τύπου το 1969 στο Λας Βέγκας: όταν ένας δημοσιογράφος τον είχε προσφωνήσει «Βασιλιά», εκείνος αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό, υποδεικνύοντας χωρίς ανέξοδη μεγαλοψυχία έναν καλόβολο, τροφαντό τύπο που βρισκόταν στο κοινό.