Οι δανειστές καταγράφουν κάθε δημόσια τοποθέτηση για την επικείμενη –κατά την κυβέρνηση –διανομή του κοινωνικού μερίσματος. Η δήλωση Βερναρδάκη για τα χίλια ευρώ σε ένα εκατομμύριο πολίτες δεν πέρασε απαρατήρητη, πολύ περισσότερο δε η τελευταία διαβεβαίωση του Πρωθυπουργού πως «ό,τι απόθεμα έχουμε θα το μοιράσουμε στους πιο αδύναμους όπως κάναμε και πέρυσι».
Οταν ερωτώνται για το εάν υπάρχουν αντιρρήσεις από τους δανειστές, πηγές με πλήρη γνώση των διεργασιών απαντούν με μια ερώτηση: «Φαντάζεστε στο Eurogroup του Δεκεμβρίου, αν υποθέταμε ιδανικά ότι τότε θα έχει τελειώσει η τρίτη αξιολόγηση, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης να εγκρίνουν την εκταμίευση μιας δόσης 5-10 δισ. ευρώ δανεικών για την Ελλάδα και την ίδια ώρα η ελληνική κυβέρνηση να μοιράζει 1 δισ. ευρώ μέρισμα;».
Μπορεί να υπάρχει δημόσια δήλωση κατανόησης από τους δανειστές για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία, αλλά η επισήμανση πως «και οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης έχουν να απολογηθούν στους ψηφοφόρους τους» δείχνει ότι το κλίμα για μερίσματα δεν είναι θετικό. Αντίθετα, κανείς εκ των δανειστών δεν θα είχε αντίρρηση το υπερπλεόνασμα να διατεθεί για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου, ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη και μέσω αυτής όλοι οι πολίτες.
Σταθμίζοντας τις πολιτικές ισορροπίες στο Eurogroup, ιδίως μετά την αλλαγή του κυβερνητικού σκηνικού στη Γερμανία, η αλήθεια είναι πως η έγκριση διανομής ενός ποσού της τάξεως του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ σε ευπαθείς ομάδες θα χρειαζόταν ένα μικρό θαύμα, χωρίς να ανοίξει νέο μέτωπο με τους δανειστές. Και όλα συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι τα περιθώρια συγκρούσεων φαινομενικών –από αυτές που τρώνε χρόνο –ή πραγματικών είναι ανύπαρκτα. Το σενάριο των ομαλών και ταχύτατων διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης έως το τέλος του έτους αποτελεί κλειδί για τη μνημονιακή ή μεταμνημονιακή συνέχεια. Ηδη, με φόντο τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των 95 προαπαιτουμένων, το ενδεχόμενο παράτασης του τρίτου Μνημονίου πέραν τις 20ής Αυγούστου παίζει δυνατά. Είναι όμως στο χέρι της κυβέρνησης να μείνει στο συρτάρι.
Επιστροφή «όταν είστε έτοιµοι…»
Ντέλια Βελκουλέσκου, Ντέκλαν Κοστέλο, Φρανσέσκο Ντρούντι και Νικόλα Τζιαμαρόλι αντάμωσαν για μία ακόμα φορά στο γνώριμο Χίλτον την περασμένη Δευτέρα και σήμερα ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους. Ηρθαν, τσεκάρισαν και φεύγουν. Διαπίστωσαν καθυστερήσεις στα προαπαιτούμενα, ζήτησαν να κοπούν δαπάνες από τον προϋπολογισμό του 2018 ώστε να μην υπάρξει αίτημα για νέα μέτρα και να κλείσει το κενό του 0,5% του ΑΕΠ το 2018, απέρριψαν ενδεχόμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, όπως φέρεται να επιδιώκει η κυβέρνηση μετά το κάζο με τον νόμο Κατρούγκαλου, διεμήνυσαν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις χωλαίνουν, εξέφρασαν ανησυχία για τις καθυστερήσεις στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και το περίφημο Ελληνικό.
Κατά πληροφορίες, έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση πως θα επιστρέψουν μόνο όταν το κυβερνητικό στρατόπεδο είναι έτοιμο να κλείσει την αξιολόγηση, παρατηρώντας ότι η υλοποίηση των δεσμεύσεων είναι πολύ πιο δύσκολη από την ψήφιση νόμων στη Βουλή.
Τα περσινά πηγαινέλα κρίνονται αδόκιμα και δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο να τραβήξει η αξιολόγηση πέραν του Ιανουαρίου. Αυτό είναι το καταληκτικό χρονικό ορόσημο ομαλών εξελίξεων, ώστε να εκταμιευθεί η επόμενη δόση το αργότερο τον επόμενο Φεβρουάριο και τον Ιούνιο να έχει ολοκληρωθεί η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου. Στο διάστημα Φεβρουαρίου – Ιουνίου θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί τα πάντα: από τις δεσμεύσεις που θα συνοδεύουν την όποια απελευθέρωση μέτρων για το χρέος σε βάθος χρόνου, έως τον τρόπο άσκησης της εποπτείας και την ενδεχόμενη παροχή προληπτικής γραμμής πίστωσης. Αν αυτή η συζήτηση σε συνδυασμό με τις τελευταίες είκοσι μνημονιακές δεσμεύσεις δεν έχουν τελειώσει τότε, τα σχέδια ανατρέπονται. Οτιδήποτε μετά τον Ιούνιο μεταφράζεται σε παράταση του προγράμματος, δεδομένου ότι η διαθεσιμότητα των 86 δισ. ευρώ του τρίτου προγράμματος από τον ESM λήγει στις 20 Αυγούστου. Από τις 21 και μετά δεν μπορεί να γίνει καμία εκταμίευση, εκτός και εάν στο μεταξύ το πρόγραμμα έχει παραταθεί. Το ενδεχόμενο σύναψης τέταρτου προγράμματος χρηματοδότησης δεν θέλει να το σκέφτεται κυριολεκτικά κανένας ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην ευρωζώνη, ούτε πολύ περισσότερο στο ΔΝΤ, η αξιοπιστία του οποίου δοκιμάστηκε έντονα στο ελληνικό ζήτημα.
Για το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο, ο ερχόμενος Φεβρουάριος αποτελεί μήνα καθοριστικών εξελίξεων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο ενέκρινε τον περασμένο Ιούλιο ένα πρόγραμμα εν αναμονή, χωρίς να ενεργοποιείται η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα όσο δεν υπάρχει η περιβόητη «καθαρότητα» για το χρέος, θα επανέλθει στο Διοικητικό του Συμβούλιο (έχει δώσει περιθώριο έξι μηνών, διευκολύνοντας την ενδιάμεση διεξαγωγή των γερμανικών εκλογών) προκειμένου να αποφασίσει αν το stand by arrangement θα μετουσιωθεί σε κανονικό πρόγραμμα ή όχι. Τα ενδεχόμενα είναι δύο. Είτε εκτός από την παράμετρο των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα θα πρέπει να πληρούνται ταυτόχρονα και οι προϋποθέσεις βαθιάς διευθέτησης του δημόσιου χρέους –ο Τόμσεν την Τρίτη τόνισε ότι χρειάζεται μεγάλη επιμήκυνση των ωριμάσεων χρέους, δίνοντας στίγμα με τη φράση «όχι και για εκατό χρόνια» –ώστε το Ταμείο να επιβιβαστεί πλήρως στο ελληνικό πρόγραμμα, είτε θα πρέπει να αποχωρήσει. Για λόγους που δεν συνδέονται μόνο με την αξιοπιστία του Ταμείου –θα έχει μετάσχει σε ένα αποτυχημένο τελικά κατά την άποψή του πρόγραμμα –αλλά και με την επιρροή του ΔΝΤ στην ευρωζώνη μέσω της Ελλάδας, αναλυτές εκτιμούν πως το Ταμείο δεν θα φύγει. Επειδή όμως θεωρείται απίθανο πριν από τη λήξη του προγράμματος να γίνει η παραμικρή κίνηση για το χρέος, το Ταμείο δεν θα μπορεί να επιβιβαστεί κανονικά. Το πιθανότερο ενδεχόμενο κατά την άποψη πηγής με γνώση των ισορροπιών εντός και εκτός ευρωζώνης είναι πως το ΔΝΤ θα αποφασίσει να παρατείνει την ημι-συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η δήλωση Σόιμπλε άλλωστε, αναφορικά με το χρέος, δείχνει από τώρα ότι το «παιχνίδι» κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι. «Η συνεννόηση του Eurogroup ήταν σαφέστατη. Tα μέτρα που οφείλαμε να εφαρμόσουμε βραχυπρόθεσμα τα εφαρμόσαμε. Για την περίπτωση κατά την οποία μετά το πέρας του προγράμματος θεωρηθεί απαραίτητο να ληφθούν περαιτέρω μέτρα, έχουμε ήδη καθορίσει τα επόμενα βήματα. Θεωρούμε όμως ότι δεν θα καταστεί αναγκαίο να ληφθούν και άλλα μέτρα. Ο επικεφαλής του ESM Ρέγκλινγκ είπε πρόσφατα ότι η Ελλάδα βρίσκεται επί του παρόντος σε μια εξέλιξη που κατά την άποψή του δεν καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων, αυτός είναι και ο στόχος του προγράμματος» δήλωσε (στον Σκάι) ο νυν πρόεδρος της γερμανικής Βουλής. Η αποχώρησή του από το υπουργείο Οικονομικών κάθε άλλο παρά συνεπάγεται χαλάρωση της γερμανικής στάσης απέναντι στο ελληνικό χρέος, ιδίως αν η καρέκλα του περάσει στον έλεγχο του FDP.
Οι καυτές πατάτες της αξιολόγησης
Επιστρέφοντας στην τρέχουσα αξιολόγηση, οι επαφές της πρώτης ημέρας (την περασμένη Δευτέρα) γλύκαναν την κυβέρνηση. Τα στοιχεία για τις πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών –έστω και στο παρά πέντε της προθεσμίας –άνοιξαν τον δρόμο στον ESM για την εκταμίευση της υποδόσης των 800 εκατ. ευρώ, ενώ οι δανειστές συμφώνησαν ότι το 2017 ο προϋπολογισμός θα εμφανίσει πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ. Το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει πλεόνασμα πάνω από 2,2% του ΑΕΠ, έχοντας μάλιστα βάλει στην άκρη 800 εκατ. ευρώ για κοινωνικό μέρισμα. Στο σημείο αυτό άρχισαν τα προβλήματα, με παραπομπές από την πλευρά των δανειστών, σύμφωνα με πληροφορίες, στις μνημονιακές δεσμεύσεις και τις πολιτικές ευρωπαϊκές ενστάσεις.
Το Memorandum of Understanding, το γνωστό μας Μνημόνιο, προβλέπει ότι για τη διανομή μερίσματος (σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις με βάση τις δεσμεύσεις Τσακαλώτου με την περσινή επιστολή, όπως η ενίσχυση ευπαθών ομάδων μέσω ΚΕΑ, η πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου ή η δημιουργία αποθέματος ρευστότητας) θα πρέπει πρώτα να έχει επικυρωθεί η υπέρβαση από τη Eurostat. Απρίλιο του 2018, επομένως. Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνεται αρμοδίως, θα πρέπει να υπάρχει διατηρήσιμη υπέρβαση του πλεονάσματος. Και εδώ εντοπίζονται τα μεγαλύτερα ζόρια. Το 2018, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα ανεβαίνει στο 3,5% του ΑΕΠ από 1,75% του ΑΕΠ φέτος. Το ευρωπαϊκό τμήμα του κουαρτέτου, κατά πληροφορίες, ήρθε στην Αθήνα έχοντας εντοπίσει ένα δημοσιονομικό κενό της τάξεως του 0,5% του ΑΕΠ ή περίπου 900 εκατ. ευρώ.
Ταχύτερη περικοπή των συντάξεων ή νωρίτερη εφαρμογή της μείωσης του αφορολογήτου (έναντι των προβλεπόμενων ήδη από το 2019 και 2020) δεν θέλουν να ζητήσουν οι δανειστές, όχι τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Αξιόπιστος συνομιλητής μετέφερε στα «ΝΕΑ» την άποψη των δανειστών ότι η συμφωνία πρέπει να τηρηθεί στο ακέραιο από όλες τις πλευρές, χωρίς να μετακινούνται τα γκολπόστ (κατά τη γνωστή φράση Τσακαλώτου). Από την άλλη πλευρά όμως μια καθοριστική παράμετρος της συμφωνίας είναι το πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ όπως θέλει η ευρωζώνη κι ας αρκείται το ΔΝΤ σε πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ.
Κλειδί το κούρεμαστις δαπάνες
Η λύση για την κάλυψη του κενού κρύβεται σύμφωνα με πληροφορίες στις δαπάνες. Οι δανειστές εντόπισαν στο προσχέδιο προϋπολογισμού αύξηση δαπανών πέραν των συμφωνηθέντων και θα ζητήσουν να υπάρξουν περικοπές. Ενα παράδειγμα πιθανών περικοπών αφορά τις προβλέψεις για διάθεση ποσού 320 εκατ. ευρώ σε ευπαθείς ομάδες ή ακόμα και στην προβλεπόμενη συνεισφορά του Δημοσίου, με ποσό ύψους 100 εκατ. ευρώ, για την προστασία της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, με συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.
Αν οι εξοικονομήσεις δεν βγουν από την πλευρά των δαπανών, ώστε όλοι οι «θεσμοί» να πουν ναι στην πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, τότε η συζήτηση για νέα (από τη φαρέτρα των ήδη ψηφισμένων με επικρατέστερη την ταχύτερη μείωση του αφορολογήτου) μέτρα σύντομα θα ξανανοίξει. Το ίδιο θα συμβεί άλλωστε και αν δεν επιβεβαιωθεί ούτε η αναθεωρημένη πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 1,8% φέτος.