Η πρόταση που κατέθεσε την άνοιξη η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Στίβου στην IAAF για τη διαγραφή των παγκόσμιων ρεκόρ πριν από το 2005 είχε προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις Ολυμπιονικών και Παγκόσμιων Πρωταθλητών θεωρώντας άδικη μία τέτοια απόφαση.

Στις δεκάδες αποκαλύψεις για το βρώμικο παρελθόν του αθλητισμού που εν μέρει δικαιολογεί την πρόταση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Στίβου έρχεται να προστεθεί μία ακόμα πολύ σοβαρή καταγγελία, της κινέζας γιατρού Σούε Ινσιάν.

Η 79χρονη Κινέζα που έχει ζητήσει πολιτικό άσυλο από τη Γερμανία αποκαλύπτει πως περισσότεροι από 10.000 αθλητές της χώρας της συμμετείχαν σε πρόγραμμα συστηματικού ντόπινγκ σε όλα τα αθλήματα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.

Από την ηλικία ακόμα και των 11 ετών οι αθλητές εισάγονταν στο υποχρεωτικό σύστημα ντόπινγκ στο ποδόσφαιρο, τον στίβο, την κολύμβηση, το βόλεϊ, το μπάσκετ, την επιτραπέζια αντισφαίριση, τις καταδύσεις, την ενόργανη γυμναστική και την άρση βαρών.

Οποιοσδήποτε τολμούσε να κατηγορήσει το σύστημα σήμερα βρίσκεται στη φυλακή.

«Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 οι κινέζοι αθλητές των εθνικών ομάδων έκαναν εκτεταμένη χρήση αναβολικών ουσιών» είπε η Σούε στο γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD. «Τα μετάλλια ήταν μολυσμένα από ντόπινγκ –χρυσά, αργυρά, χάλκινα. Θα πρέπει να ήταν αναμεμειγμένα περισσότερα από 10.000 άτομα. Ο κόσμος πίστευε μόνο στο ντόπινγκ. Καθένας που έπαιρνε απαγορευμένες ουσίες έμοιαζε σαν να υπερασπίζεται τη χώρα. Ολα τα διεθνή μετάλλια που κατακτήθηκαν τότε πρέπει να επιστραφούν».

Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί, σημειώνει η εφημερίδα «Γκάρντιαν» γιατί το καθεστώς των περιορισμών έχει περάσει προ πολλού.

Από 11 ετών

Η Σούε εργαζόταν ως γιατρός σε πολλές εθνικές ομάδες της Κίνας από τη δεκαετία του 1970 αλλά έφυγε από τη χώρα της το 2012 μαζί με τον γιο της γιατί μίλησε εναντίον του ντόπινγκ. Η πρώτη φορά που αντιμετώπισε το πρόβλημα του ντόπινγκ ήταν όταν ένας προπονητής πήγε και της κατέθεσε τον προβληματισμό του για τις φυσικές αλλαγές που παρατήρησε σε νεαρούς αθλητές ηλικίας 13 και 14 ετών λόγω των ουσιών που λάμβαναν.

«Ο μικρότερος που έκανε χρήση των ουσιών ήταν 11 ετών. Αν αρνιόσουν το ντόπινγκ έπρεπε να φύγεις από την ομάδα. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό».

Η Σούε υποστηρίζει πως εκδιώχθηκε από την εθνική ομάδα γιατί αρνήθηκε να δώσει απαγορευμένες ουσίες σε έναν αθλητή της γυμναστικής στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, το 1988. Συνέχισε ωστόσο να εργάζεται στα χαμηλότερα επίπεδα του κινεζικού αθλητισμού.

«Οποιος τασσόταν ενάντια στο ντόπινγκ έκανε κακό στη χώρα και όποιος έθετε σε κίνδυνο τη χώρα τώρα είναι στη φυλακή. Με προειδοποίησαν να μη μιλήσω για το ντόπινγκ. Ηθελαν να σωπάσω… και οι δύο γιοι μου έχασαν τις δουλειές τους».

Σύμφωνα με τη Σούε, οι αθλητές υποβάλλονταν σε συνεχείς ελέγχους μέχρι τα αποτελέσματα να βγουν αρνητικά και τότε τους έστελναν στους διεθνείς αγώνες.

Η συνέντευξή της στο ARD προκάλεσε την αντίδραση της WADA η οποία θα ερευνήσει το θέμα με πέντε χρόνια καθυστέρηση καθώς η Σούε είχε κάνει τις ίδιες καταγγελίες και σε συνέντευξή της στην αυστραλιανή «Sydney Morning Herald» το 2012.